Τι σημαίνει το descendre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης descendre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του descendre στο Γαλλικά.

Η λέξη descendre στο Γαλλικά σημαίνει κατεβαίνω, κατεβάζω, κατεβαίνω, πέφτω, κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω, αποβιβάζομαι, τρέχω προς τα κάτω, κατεβαίνω, είμαι κατηφορικός, κατεβαίνω, βγαίνω/κατεβαίνω από όχημα, κατεβαίνω, κατεβαίνω, αποβιβάζομαι, αποβιβάζομαι, κατεβαίνω, θάβω, κατεβάζω, κοπανάω, χτυπάω, κατηφορική κλίση, κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω, πυροβολώ, κάτω, χαντακώνω, θάβω, κατεβαίνω, κατάγομαι, προέρχομαι, βαθαίνω, πίνω, καταρρίπτω, δέχομαι σκληρή κριτική, σκοτώνω πυροβολώντας, σκοτώνω, θάβω, κατεβαίνω, πέφτω προς τα κάτω, καταπίνω, θάβω, καίω, ξεκάνω, πυροβολώ, κατεβάζω, κριτικάρω, σταυρώνω, σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω, καθαρίζω, τρώω, κρέμομαι, πέφτω προς τα κάτω, πίνω με μεγάλες γουλιές, κατεβάζω, επικλινής, κατηφορικός, σκοτώνω, αποτελειώνω, προς τα κάτω, γλιστράω, γλιστρώ, υποχωρώ, κατεβαίνω, παίρνω πίπα, κάνω τσιμπούκι, καταβροχθίζω, άμεσος, καταπίνω, κριτικάρω, ασκώ κριτική, πέφτω κάθετα, κάτω, στην ξηρά, στη στεριά, στην ακτή, συνοδευτικό ποτό το οποίο πίνεται μετά την κατανάλωση αλκοόλ, κάνω κανό, την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, κατάγομαι από κπ, χιμώ, βουτώ, κάνω ραπέλ, ξεπεζεύω, ξεκαβαλικεύω, κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι, αποβιβάζομαι, κατεβάζω, με τρώνε, με καθαρίζουν, κατεβαίνω, μετακίνηση προς τα κάτω, κατσαδιάζω, κατεβαίνω από κτ, εμφανίζομαι, δηλώνω παρουσία, κατεβαίνω από κτ, συνοδεύω φαγητό με ποτό, ασκώ έντονη κριτική, ασκώ έντονη κριτική, δέχομαι σφοδρή επίθεση, είμαι απόγονος, κυλάω, τσουλάω, κάνω έλκηθρο, περιελίσσομαι, ξεκαβαλάω, κάνω βαρκάδα, κάνω ραπέλ, κάνω κατάβαση σκι σε ευθεία κατεύθυνση, κάνω έλκηθρο, προέρχομαι από, κατάγομαι από, κάνω ραπέλ σε κτ, κατεβαίνω κάτω από κτ, κατεβαίνω από, ξεπεζεύω, ρίχνω, δέχομαι αρνητική κριτική, τα χώνω σε κπ, κατεβαίνω με ράπελ, αμφισβητούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης descendre

κατεβαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a descendu le carton de l'étagère.
Κατέβασε το κουτί από το ράφι.

κατεβαίνω

(l'escalier, une colline,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω

(température) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La température va tomber (or: chuter) au-dessous de zéro demain.
Οι θερμοκρασίες θα πέσουν κάτω από το μηδέν αύριο.

κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω

verbe intransitif (πάω προς τα κάτω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La neige a commencé à tomber et nous avons décidé que nous ferions mieux de descendre.

αποβιβάζομαι

verbe intransitif (d'un train)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέχω προς τα κάτω

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La prairie descend en pente douce jusqu'à la rivière.

κατεβαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

είμαι κατηφορικός

verbe intransitif

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κατεβαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Monte chercher ta sœur et dis-lui de descendre manger.
Πήγαινε επάνω και πες στην αδερφή σου να κατέβει για δείπνο.

βγαίνω/κατεβαίνω από όχημα

verbe intransitif (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Conducteur de bus au jeune garçon : "Et voilà, c'est ton arrêt, descends maintenant."

κατεβαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le conducteur du camion est descendu de sa cabine pour inspecter les pneus.
Ο οδηγός της νταλίκας κατέβηκε απ' την καμπίνα για να ελέγξει τα λάστιχα.

κατεβαίνω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Descendez le boulevard sur 200 mètres et bifurquez à droite.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατέβα την οδό Έλμ και μετά στρίψε αριστερά στη γωνία.

αποβιβάζομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les passagers qui descendent à la prochaine station doivent se déplacer à l'avant du wagon. Lady Audrey descendit de la voiture.
Οι επιβάτες που θα κατεβούν στον επόμενο σταθμό πρέπει να μετακινηθούν στο μπροστινό βαγόνι.

αποβιβάζομαι, κατεβαίνω

verbe intransitif (d'un train, bus, métro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prenez le métro et descendez à Union Station.
Πάρε το μετρό και κατέβα στον σταθμό Γιούνιον.

θάβω

verbe transitif (figuré : critiquer) (μτφ, καθομ: κατακρίνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hector a ensuite descendu la présentation pendant près d'une heure.
Ο Έκτορ έθαβε την παρουσίαση για σχεδόν μια ώρα μετά.

κατεβάζω, κοπανάω, χτυπάω

verbe transitif (familier : une boisson) (αργκό, για ποτά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a descendu trois pastis d'affilée.

κατηφορική κλίση

verbe intransitif (σε έδαφος, δρόμο)

La route descend vers la vallée.
Ο δρόμος παίρνει κατηφορική κλίση καθώς προχωράει στην κοιλάδα.

κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω

verbe transitif (πάω προς τα κάτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai commencé à descendre la colline et j'ai découvert que je n'avais pas de freins.

πυροβολώ

(familier : tuer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le tireur a descendu sa victime à bout portant.
Ο ένοπλος πυροβόλησε το θύμα από μικρή απόσταση.

κάτω

verbe intransitif (μεταφορικά: νότια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cette année, on descend vers l'Italie pour les vacances.
Φέτος θα πάμε για διακοπές κάτω στην Ιταλία.

χαντακώνω, θάβω

verbe transitif (figuré, familier : critiquer) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les critiques ont descendu le dernier roman de l'auteur.
Οι κριτικοί έθαψαν το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα.

κατεβαίνω

verbe intransitif (dénivellation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La route monte et descend tout du long jusqu'à la mer.

κατάγομαι, προέρχομαι

verbe intransitif (Généalogie)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il descend d'une des plus anciennes familles d'Europe.

βαθαίνω

verbe intransitif (en pente) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le fond marin descend en pente au fur et à mesure qu'on s'éloigne du rivage.

πίνω

verbe transitif (familier : boire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a descendu sa bière et puis il est parti.

καταρρίπτω

verbe transitif (en tirant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont descendu l'hélicoptère d'une rafale de mitrailleuse.

δέχομαι σκληρή κριτική

verbe transitif (familier) (εγώ ο ίδιος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les prestations d'une qualité médiocre seront descendues par la critique.
Αν η παράσταση είναι άσχημη θα τη θάψουν οι κριτικοί.

σκοτώνω πυροβολώντας

verbe transitif (familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνω

(familier : tuer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sniper de la police a descendu les voleurs de banque un par un.
Ο ελεύθερος σκοπευτής της αστυνομίας σκότωσε έναν έναν τους ληστές της τράπεζας.

θάβω

(familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβαίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le chat est bien monté dans l'arbre, alors je suis sûr qu'il peut redescendre.

πέφτω προς τα κάτω

verbe intransitif (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταπίνω

(familier) (λαίμαργα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le joueur de baseball descendit (or: siffla) une canette de bière après le grand match.

θάβω, καίω

(familier : critiquer) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les critiques ont descendu le dernier film du réalisateur.

ξεκάνω

verbe transitif (familier : tuer) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le tueur à gages a descendu (or: buté) le témoin.

πυροβολώ

(figuré, familier : tuer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'infâme gangster a descendu (or: liquidé) deux flics cette nuit-là.

κατεβάζω

(nourriture) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κριτικάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταυρώνω

(figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθαρίζω, τρώω

(tuer) (μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le tireur embusqué abattit quatre personnes en une journée.

κρέμομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το πίσω μέρος του παντελονιού του Νέιθαν σακούλιαζε.

πέφτω προς τα κάτω

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίνω με μεγάλες γουλιές

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κατεβάζω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επικλινής, κατηφορικός

(προς τα κάτω)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a pédalé jusqu'en haut puis il est descendu en roue libre jusqu'en bas.

σκοτώνω, αποτελειώνω

(figuré, argot : tuer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προς τα κάτω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Το αεροπλάνο ακολουθούσε καθοδική πορεία προς τον διάδρομο προσγείωσης.

γλιστράω, γλιστρώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tim essayait de glisser sur la glace élégamment.
Ο Τιμ προσπάθησε να τσουλήσει πάνω στον πάγο με χάρη.

υποχωρώ

(marée)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Avec la marée qui descendait, un crabe s'est retrouvé coincé sur la plage.
Ένα καβούρι ξέμεινε στην άμμο καθώς η παλίρροια υποχώρησε.

κατεβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μια χιονοστιβάδα δεν τους άφησε να κατέβουν το βουνό.

παίρνω πίπα, κάνω τσιμπούκι

(vulgaire : à un homme) (χυδαίο: σε άντρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν κάνει σεξ μαζί του, αλλά τον αφήνει να της κάνει γλειφομούνι.

καταβροχθίζω

(φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άμεσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un descendant direct de Thomas Jefferson.
Είναι άμεσος απόγονος του Τόμας Τζέφερσον.

καταπίνω

(υγρό, φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bobby engloutit sa bière nerveusement.

κριτικάρω, ασκώ κριτική

(figuré : un film, une théorie,...) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'intervenant suivant a démoli ma théorie.

πέφτω κάθετα

(αεροσκάφος)

κάτω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η Ρέιτσελ έτρεξε κάτω για ν' ανοίξει στους καλεσμένους της.

στην ξηρά, στη στεριά, στην ακτή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons décidé de retourner vers la rive lorsque nous avons vu l'orage arriver.
Αποφασίσαμε να βγούμε στη στεριά (or: στην ακτή) όταν είδαμε ότι πλησίαζε η καταιγίδα.

συνοδευτικό ποτό το οποίο πίνεται μετά την κατανάλωση αλκοόλ

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Bob a pris un verre de canneberge pour faire descendre son shot de vodka.

κάνω κανό

locution verbale (Canoë)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

την πέφτω άγρια σε κπ, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ

(figuré, familier) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il saute à la gorge de ses employés à la moindre de leur erreur.

κατάγομαι από κπ

χιμώ, βουτώ

(oiseau de proie)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'aigle fondit sur le lapin.
Ο αετός χίμηξε προς το κουνέλι.

κάνω ραπέλ

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπεζεύω, ξεκαβαλικεύω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La grange a des blocs pour aider les cavaliers inexpérimentés à descendre de cheval.

κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποβιβάζομαι

verbe intransitif (από αεροπλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατεβάζω

verbe transitif (familier) (φαγητό: συνοδεία ποτού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Κατέβασε το φαγητό του με ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα.

με τρώνε, με καθαρίζουν

(argot) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Άκουσα ότι τον ξάδερφο του Ντάνι τον καθαρίσανε.

κατεβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a réussi à descendre de la montagne pour trouver de l'aide pour son ami blessé.

μετακίνηση προς τα κάτω

locution verbale (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατσαδιάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβαίνω από κτ

Je suis descendu du train.

εμφανίζομαι, δηλώνω παρουσία

(dans un hôtel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon vol est arrivé en retard alors j'ai dû descendre dans un hôtel près de l'aéroport.

κατεβαίνω από κτ

(train, avion,...)

συνοδεύω φαγητό με ποτό

(assez familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il me faut du lait pour faire passer (or: faire descendre) ces gâteaux.

ασκώ έντονη κριτική

(figuré, familier) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les critiques ont démoli ma performance.

ασκώ έντονη κριτική

(figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le patron a perdu patience et a descendu sa secrétaire en flammes.
Το αφεντικό έχασε την αυτοκυριαρχία του και την είπε άσχημα στη γραμματέα του.

δέχομαι σφοδρή επίθεση

locution verbale (figuré, familier) (λεκτική, φραστική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il s'est fait descendre dans les tabloïdes pour son aventure extra-conjugale.

είμαι απόγονος

(με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κυλάω, τσουλάω

(κινούμαι χωρίς δύναμη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle descendit la côte en roue libre sur son vélo.

κάνω έλκηθρο

(διαδικασία)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Nous avons fait de la luge sur les pentes de la colline tout l'après-midi.
Κάναμε έλκηθρο στον λόφο όλο το απόγευμα.

περιελίσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le petit vaisseau spatial faisait (or: décrivait) des spirales dans l'obscurité de l'espace.

ξεκαβαλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Seth a ralenti son vélo et a mis pied à terre.

κάνω βαρκάδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ραπέλ

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κατάβαση σκι σε ευθεία κατεύθυνση

verbe intransitif (Ski)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω έλκηθρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προέρχομαι από, κατάγομαι από

(figuré)

L'homme et le singe descendent d'un ancêtre commun.
Οι άνθρωποι και οι πίθηκοι προέρχονται από έναν κοινό πρόγονο.

κάνω ραπέλ σε κτ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sharon a descendu le gratte-ciel en rappel pour lever des fonds pour une association.

κατεβαίνω κάτω από κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατεβαίνω από, ξεπεζεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ρίχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La jeune fille a fait descendre une corde de sa fenêtre et son copain a grimpé jusque dans sa chambre.
Το κορίτσι έριξε ένα σκοινί και το αγόρι της σκαρφάλωσε στο δωμάτιό της.

δέχομαι αρνητική κριτική

locution verbale (figuré, familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le film s'est fait descendre par la critique.
Οι κριτικοί έθαψαν την ταινία.

τα χώνω σε κπ

verbe transitif (figuré : critiquer) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατεβαίνω με ράπελ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμφισβητούμαι

(figuré, familier)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Son idée a été immédiatement descendue en flammes par le directeur.
Η ιδέα του αμφισβητήθηκε άμεσα από τον σκηνοθέτη.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του descendre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.