Τι σημαίνει το tomber στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tomber στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tomber στο Γαλλικά.

Η λέξη tomber στο Γαλλικά σημαίνει πέφτω, πέφτω, πέφτω, τραυματίζομαι, πέφτω, -, εμπίπτω, πέφτω, πέφτω, κρέμομαι, πέφτω, πέφτω, τρώω τούμπα, πέφτω, πέφτω, κατρακυλώ, φτάνω, πέφτω, σωριάζομαι, κρέμομαι, τρόπος που πέφτει, το πως πέφτει, εφαρμόζω, προσγειώνομαι, ρίχνω το δέρμα, σωριάζομαι, πέφτω, πέφτω, πέφτω, κρέμομαι, κρέμομαι, ελαττώνομαι, μειώνομαι, μου πέφτει, αφήνω κτ να πέσει, άκυρος, καύσιμο, καταρρέω, γκρεμίζομαι, λιποθυμώ, υποχωρώ, μαστιγώνω, επιπλήττω, εγκαταλείπω, παρατάω, ξεπερνιέμαι, εγκαταλείπω, ρίχνω κάτω, απογοητεύω, αποτυγχάνω, μειώνομαι, συναντώ τυχαία, ανατρέπω, ρίχνω κπ κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι, αποτυγχάνω, εγκαταλείπω, παραδίνομαι, παρατάω, παρατώ, ρίχνω, γκρεμίζω, νύχια, χέρια, δίχτυα, στάζω, εγκαταλείπω, αφήνω, ανατρέπω, γκρεμίζω, επιτίθεμαι, ορμάω, κάνω βουτιά, με παίρνει ο ύπνος, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, εμποδίζω, διάνα, καινούριος, φρέσκος, μπουκιά και συχώριο, και γαμώ, στην μπούκα, θα πέσουν κεφάλια, αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε, παράτα το, άστο το, κόφ'το, χορός της βροχής, ακατάλληλη στιγμή, αποτύπωμα που δημιουργείται στο χιόνι, με το σώμα σε ύπτια θέση και πλευρική κίνηση των ποδιών και τ, το να πέσω σε δυσμένεια, αρρωσταίνω, σε σύγκρουση, συμφωνώ, κατεβάζω κπ από το καλάμι του, δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω, είναι λογικό, είμαι υποχείριο, ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω, ερωτεύομαι, πέφτω σε αχρηστία, τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ, αρρωσταίνω, πέφτω με το κεφάλι, πηγαίνω κατά διαόλου, πάω κατά διαόλου, γίνομαι καπνός, βρέχει καρεκλοπόδαρα, xάνω την εκτίμηση, τυγχάνω αδιαφορίας, πέφτω σε δυσμένεια, παραγκωνίζομαι, αποτυγχάνω παταγωδώς, αρρωσταίνω, υγροποιούμαι, ρευστοποιούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tomber

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je suis tombé de l'échelle hier. C'est l'automne et les feuilles tombent.
Έπεσα από τη σκάλα χθες. Είναι φθινόπωρο και πέφτουν τα φύλλα.

πέφτω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne m'étais pas rendu compte que mon sac était ouvert : mon portable est tombé et s'est fracassé par terre.
Δεν κατάλαβα ότι είχε ανοίξει η τσάντα μου και το τηλέφωνό μου έπεσε και έγινε κομμάτια.

πέφτω

verbe intransitif (mourir) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il tomba sur le champ de baille, et mourut en héros.
Έπεσε στη μάχη, πεθαίνοντας σαν ήρωας.

τραυματίζομαι

(être blessé au combat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le soldat tomba et fut traité par les médecins.
Ο στρατιώτης τραυματίστηκε και τον περιποιήθηκαν οι γιατροί.

πέφτω

(gouvernement) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le gouvernement est tombé à la suite d'un scandale.
Η κυβέρνηση έπεσε μετά το σκάνδαλο.

-

verbe intransitif (devenir) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Elle est tombée malade.
Αρρώστησε.

εμπίπτω

(être inclus)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leur demande tombe dans le champ de notre projet.
Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας.

πέφτω

verbe intransitif (υπό μορφή σταγόνας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pluie a continué à tomber du ciel.

πέφτω

verbe intransitif (se produire) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon anniversaire tombe un samedi cette année. L'élection tombe le jour de mon anniversaire.
Τα γενέθλιά μου πέφτουν Σάββατο φέτος. Οι εκλογές πέφτουν ανήμερα των γενεθλίων μου.

κρέμομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το πίσω μέρος του παντελονιού του Νέιθαν σακούλιαζε.

πέφτω

(température) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La température va tomber (or: chuter) au-dessous de zéro demain.
Οι θερμοκρασίες θα πέσουν κάτω από το μηδέν αύριο.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il a tout perdu après qu'on a découvert ses crimes.
Έχασε την υπόληψή του μετά την ανακάλυψη των εγκλημάτων του.

τρώω τούμπα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai glissé sur du verglas et je suis tombé dans le parking.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un des boutons du manteau de Chloe était tombé (or: s'était détaché).
Είχε πέσει ένα από τα κουμπιά στο παλτό της Κλόε.

πέφτω, κατρακυλώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φτάνω

(figuré : argent, nouvelle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On ne sait jamais quand une mauvaise nouvelle va tomber.

πέφτω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σωριάζομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κρέμομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le jeune homme avait une longue frange qui tombait sur son front.

τρόπος που πέφτει, το πως πέφτει

nom masculin (tissu : allure)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'aime le reflet du satin, mais je préfère le tomber du velours.

εφαρμόζω

verbe intransitif (vêtements)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cette robe tombe très bien sur toi.
Αυτό το φόρεμα σου πέφτει πολύ ωραία.

προσγειώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le flocon de neige est tombé sur la voiture.
Η νιφάδα προσγειώθηκε στο αμάξι.

ρίχνω το δέρμα

verbe intransitif (peau) (ερπετό, φίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La peau des serpents à sonnette tombe à peu près à cette époque alors il est possible que vous voyiez leur peau sur le sentier de randonnée.

σωριάζομαι, πέφτω

(cheveux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Νταν σωριάστηκε στην καρέκλα.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pile de livres ne semblait pas bien stable. John les a à peine touchés qu'ils sont tombés par terre. // Elle a glissé sur une peau de banane et elle est tombée dans l'escalier.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η στοίβα με τα βιβλία δεν φαινόταν πολύ σταθερή· ο Τζον την σκούντηξε και αυτή έπεσε στο πάτωμα.

πέφτω

verbe intransitif (personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mike est tombé et s'est blessé le dos.
Ο Μάικ έπεσε και χτύπησε την πλάτη του.

κρέμομαι

(tissu,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κρέμομαι

(γλώσσα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ελαττώνομαι, μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο αέρας κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε.

μου πέφτει

verbe transitif (accidentellement) (κατά λάθος)

Il a fait tomber ses clés sur le trottoir.
Του έπεσαν τα κλειδιά στο πεζοδρόμιο.

αφήνω κτ να πέσει

verbe transitif (intentionnellement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le pongiste a fait tomber la balle sur la table pour servir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έριξαν βόμβες σε όλη την πόλη.

άκυρος

(familier : annulé)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καύσιμο

(pour véhicule) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alors qu'elle était au milieu de nulle part, la voiture a fini par manquer de carburant.
Το αυτοκίνητο έμεινε από καύσιμα στη μέση του πουθενά.

καταρρέω, γκρεμίζομαι

(pain)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le pain décongelé a toujours tendance à plus s'émietter.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παλιά σπίτια κατέρρευσαν με τον σεισμό.

λιποθυμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ben s'évanouit toujours à la vue du sang.
Ο Μπέν πάντα λιποθυμάει όταν βλέπει αίμα.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les troupes affaiblies ont fini par capituler face à l'ennemi.

μαστιγώνω

(pluie) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιπλήττω

(λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur l'a puni pour ses absences répétées.
Η δασκάλα τον τιμώρησε επειδή απουσίαζε επανειλημμένα.

εγκαταλείπω, παρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εγκαταλείπω

(l'école)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a arrêté l'école avant d'obtenir son diplôme.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών.

ρίχνω κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le gros chien était tellement énervé qu'il a couru vers le petit garçon et l'a renversé.

απογοητεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu ferais mieux d'avoir de bonnes notes à l'école : ne me déçois pas !
Καλά θα κάνεις να πάρεις σε όλα Ά στο σχολείο. Μη με απογοητεύσεις!

αποτυγχάνω

(machine)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Son enthousiasme a faibli au fur et à mesure de la course.

συναντώ τυχαία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il a rencontré son ex-petite amie au bar.
Συνάντησε τυχαία την πρώην κοπέλα του στο μπαρ.

ανατρέπω

(un gouvernement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Des révolutionnaires ont renversé le gouvernement en 2011.
Οι επαναστάτες ανέτρεψαν την κυβέρνηση το 2011.

ρίχνω κπ κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταρρέω, γκρεμίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποτυγχάνω

(personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Beaucoup d'élèves ont échoué à cette question.
Πολλοί μαθητές αποτυγχάνουν σε αυτή τη δοκιμασία.

εγκαταλείπω, παραδίνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'abandonne, tu es bien meilleur que moi à ce jeu.
Εγκαταλείπω (or: παραδίνομαι). Είσαι πολύ καλύτερος από μένα σ' αυτό το παιχνίδι.

παρατάω, παρατώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le projet s'est avéré trop coûteux et Karen l'a abandonné.
Το πρότζεκτ αποδείχτηκε υπερβολικά ακριβό, έτσι η Κάρεν το παράτησε (or: άφησε).

ρίχνω, γκρεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veille à ne pas renverser cette pile de vaisselle.

νύχια, χέρια, δίχτυα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Maintenant que je t'ai en mon pouvoir, dit le méchant, tu ne pourras jamais t'enfuir !
«Τώρα που σε έχω στα χέρια μου, » είπε ο κακός, «δε θα ξεφύγεις ποτέ!».

στάζω

(liquide ou objet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'eau gouttait du robinet.
Έσταζε νερό από τη βρύση.

εγκαταλείπω, αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'abandonnerai pas ce projet : j'ai bien l'intention d'en voir le bout.
Δε θα εγκαταλείψω αυτό το πρότζεκτ. Σχεδιάζω να το συνεχίσω μέχρι να τελειώσει.

ανατρέπω, γκρεμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le but du bowling est de renverser (or: de faire tomber) autant de quilles que possible.
Στόχος του μπόουλινγκ είναι να ρίξεις κάτω όσο το δυνατόν περισσότερες κορίνες.

επιτίθεμαι, ορμάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Soudain, le chien l'a attaqué, lui grognant dessus.
Ξαφνικά, του όρμησε ο σκύλος γρυλίζοντας άγρια.

κάνω βουτιά

(Football : fausse chute) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με παίρνει ο ύπνος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμποδίζω

(des projets,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διάνα

(προφορικό: πέφτω, πετυχαίνω, χτυπώ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En général, ses prédictions tombent juste.
Συνήθως πέφτει διάνα στις προβλέψεις της. Πω πω, χτύπησες διάνα με τον χαρακτηρισμό σου!

καινούριος, φρέσκος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'allais prendre un bol de céréales mais on est justement d'être à court de lait.

μπουκιά και συχώριο

(figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και γαμώ

locution adjectivale (nourriture surtout) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce chocolat suisse est à tomber !

στην μπούκα

(μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ό άντρας μου με ντρόπιασε μπροστά στους φίλους μου και τον έχω στην μπούκα απόψε.

θα πέσουν κεφάλια

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Des têtes vont tomber quand le directeur va trouver qui a cassé la machine.

αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε

interjection (familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μην σε ανησυχεί. Αγνόησε το (or: Άστο)!

παράτα το, άστο το, κόφ'το

interjection (familier) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je n'ai plus envie de parler de ça, laisse tomber.
Δε θέλω να το συζητήσω άλλο, άστο σε παρακαλώ.

χορός της βροχής

(τελετή επίκλησης βροχής)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακατάλληλη στιγμή

Tu es arrivé au mauvais moment. // Notre service vient de voir son budget réduit, alors, ce n'est pas le bon moment pour demander une augmentation au patron.

αποτύπωμα που δημιουργείται στο χιόνι, με το σώμα σε ύπτια θέση και πλευρική κίνηση των ποδιών και τ

nom masculin (Can)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το να πέσω σε δυσμένεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρρωσταίνω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle est tombée malade après le week-end.

σε σύγκρουση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατεβάζω κπ από το καλάμι του

locution verbale (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Perdre un match si tôt dans le tournoi l'a fait tomber de son piédestal.

δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John s'est fatigué au milieu de la course mais il n'a pas abandonné.

είναι λογικό

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Alex tenait le pistolet, il est raisonnable de penser qu'il a tiré. Il est raisonnable de penser qu'elle est fatiguée, elle vient de donner naissance à des jumeaux.

είμαι υποχείριο

locution verbale (κάποιου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω

locution verbale (figuré, familier) (ΗΒ, αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous sommes tombés sur un os et avons dû abandonner le projet.

ερωτεύομαι

(couple)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le couple est tombé amoureux quand il était à l'université.
Το ζευγάρι ερωτεύτηκε όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.

πέφτω σε αχρηστία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elena s'en est prise à son mari pour être arrivé en retard.

αρρωσταίνω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hier, je suis tombé malade et je n'ai pas pu aller travailler. J'espère que je ne vais pas tomber malade cet hiver.
Χθες αρρώστησα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να πάω στη δουλειά. Ελπίζω να μην αρρωστήσω φέτος τον χειμώνα.

πέφτω με το κεφάλι

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alex est tombé la tête la première sur le flanc de la montagne.

πηγαίνω κατά διαόλου, πάω κατά διαόλου

locution verbale (figuré) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι καπνός

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nos projets de vacances sont tombés à l'eau (or: sont partis en fumée) quand notre père a perdu son travail.

βρέχει καρεκλοπόδαρα

(figuré) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne vais pas sortir aujourd'hui : il pleut des cordes ici.

xάνω την εκτίμηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τυγχάνω αδιαφορίας

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέφτω σε δυσμένεια

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραγκωνίζομαι

(personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποτυγχάνω παταγωδώς

locution verbale (blague)

αρρωσταίνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υγροποιούμαι, ρευστοποιούμαι

(μετατροπή σε υγρό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tomber στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του tomber

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.