Τι σημαίνει το desistir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης desistir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του desistir στο πορτογαλικά.

Η λέξη desistir στο πορτογαλικά σημαίνει παύω, σταματώ, εγκαταλείπω, παύω, σταματώ, απέχω, εγκαταλείπω, παραδίνομαι, να το πάρει το ποτάμι, εγκαταλείπω, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ, ακυρώνω, κάνω πίσω, εγκαταλείπω, επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ, σταματώ, ανακαλώ τη δέσμευση μου να κάνω κτ, παρατάω, παρατώ, τα παρατάω, κάνω πίσω, κλέβω στο ανωτέρω παιχνίδι με τράπουλα, παραιτούμαι, τα παρατάω, σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ, παραδίνομαι, επιλέγω να μην κάνω κτ, παραδίδομαι, φεύγω, παραιτούμαι, δειλιάζω, παραδίδω, αποσύρομαι, εξαίρεση, υποχωρώ, δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω, παραιτούμαι δικαιώματος, εγκαταλείπω, αφήνω, παραιτούμαι από κτ, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, σταματάω, σταματώ, εγκαταλείπω, παρατάω, αφήνω, σταματάω, σταματώ, παραιτούμαι από κτ, ξεγράφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης desistir

παύω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγκαταλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu desisti de fazer com que acreditassem em mim.
Εγκατέλειψα την προσπάθεια να τους κάνω να πιστέψουν σε μένα.

παύω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απέχω

verbo transitivo (από το να κάνω κάτι)

εγκαταλείπω, παραδίνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desisto, você é muito melhor que eu nesse jogo!
Εγκαταλείπω (or: παραδίνομαι). Είσαι πολύ καλύτερος από μένα σ' αυτό το παιχνίδι.

να το πάρει το ποτάμι

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ok, eu desisto, qual é a resposta?
Οκ, πάω πάσο. Ποιά είναι η απάντηση;

εγκαταλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών.

αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sue desistiu de nos ajudar a pintar a casa. Os investidores desistiram em cima da hora.
Την τελευταία στιγμή οι επενδυτές αποσύρθηκαν.

ακυρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω πίσω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγκαταλείπω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom decidiu desistir da corrida quando ele torceu o tornozelo em vez de arriscar aumentar a lesão.
Ο Τομ αποφάσισε να εγκαταλείψει τον αγώνα όταν στραμπούληξε τον αστράγαλό του αντί να διακινδυνεύσει να τραυματιστεί χειρότερα.

επιλέγω να μην κάνω κτ, αποφασίζω να μην κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακαλώ τη δέσμευση μου να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sue desistiu de nos ajudar a pintar a casa.
Η Σου ανακάλεσε τη δέσμευσή της να μας βοηθήσει στο βάψιμο του σπιτιού.

παρατάω, παρατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα παρατάω

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω πίσω

verbo transitivo (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O pai das crianças finalmente desistiu e comprou brinquedos novos para eles.

κλέβω στο ανωτέρω παιχνίδι με τράπουλα

(no jogo de cartas lu)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παραιτούμαι

verbo transitivo (de um direito) (με γενική: δικαιώματος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O suspeito renunciou de seu direito de ter um advogado presente durante a interrogação da polícia.
Ο ύποπτος παραιτήθηκε του δικαιώματός του να έχει μαζί του δικηγόρο κατά την ανάκριση της αστυνομίας.

τα παρατάω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estou muito cansado para continuar, vou parar.

σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραδίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me rendo, tu venceste.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ενέδωσε στο πάθος της χαρτοπαιξίας και κατέστρεψε τη ζωή της οικογένειάς του.

επιλέγω να μην κάνω κτ

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Σκέφτηκα να κολυμπήσω, αλλά το νερό φαινόταν παγωμένο και έτσι επέλεξα να μην το κάνω.

παραδίδομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me rendo; é muito difícil.
Παραδίνομαι· είναι υπερβολικά δύσκολο.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παραιτούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É isso, para mim já chega! Eu me demito!
Ως εδώ, αρκετά! Παραιτούμαι! (or: Φεύγω!)

δειλιάζω

(gíria, informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παραδίδω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσύρομαι

(não se envolver mais)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξαίρεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποχωρώ

(BRA, gíria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραιτούμαι δικαιώματος

expressão verbal (desistir do direito a algo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγκαταλείπω, αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não desista de mim! Preciso apenas de um pouco mais de encorajamento.
Μη με εγκαταλείπεις! Απλά χρειάζομαι λίγη παραπάνω ενθάρρυνση.

παραιτούμαι από κτ

(formal)

Larry abdicou de sua reivindicação pelos bens de seus pais, reconhecendo que seu irmão precisava mais do que ele.
Ο Λάρι παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της περιουσίας των γονιών του, καθώς συνειδητοποίησε ότι ο αδερφός του την είχε μεγαλύτερη ανάγκη από τον ίδιο.

φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ

expressão verbal (μεταφορικά)

O jogador negou que tivesse qualquer intenção de desistir do contrato.
Ο παίκτης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε πρόθεση να σπάσει το συμβόλαιο.

σταματάω, σταματώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você vai parar de me interromper quando estou tentando estudar?
Θα σταματήσεις να με διακόπτεις, ενώ προσπαθώ να μελετήσω;

εγκαταλείπω, παρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marion renunciou à sua posição de diretora financeira porque não estava mais gostando de ocupar um cargo com tanta pressão.
Η Μάριον παραιτήθηκε από τη θέση της ως διευθύντρια οικονομικών διότι δεν της άρεσε πια να εργάζεται σε μια δουλειά με τόση πίεση.

σταματάω, σταματώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desisti de tentar achar um bom exemplo.
Σταμάτησα να προσπαθώ να βρω ένα καλό παράδειγμα.

παραιτούμαι από κτ

Emily desistiu de sua campanha por melhores condições de trabalho, percebendo que jamais venceria.
Η Έμιλυ εγκατέλειψε την καμπάνια για καλύτερες συνθήκες εργασίας, συνειδητοποιώντας ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει ποτέ.

ξεγράφω

(figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mesmo ele tendo ido tão mal na prova, eu não ia desistir dele totalmente.
Παρόλο που πήγε πολύ άσχημα στο διαγώνισμα δεν θα τον ξέγραφα εντελώς.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του desistir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.