Τι σημαίνει το diferenciar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης diferenciar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diferenciar στο πορτογαλικά.

Η λέξη diferenciar στο πορτογαλικά σημαίνει διαφοροποιώ, αντιδιαστέλλω, διακρίνω κτ από κτ, ξεχωρίζω κτ από κτ, διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα σε κτ και κτ, διαφοροποιώ, ξεχωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω, διακρίνω, ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, διακρίνω κπ/κτ από κπ/κτ, διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ, χαρακτηρίζω, ξεχωρίζω, ξεχωρίζω, διαφοροποιώ, αντιδιαστέλλω, διαχωρίζω τη θέση μου, με διάκριση πεζών - κεφαλαίων γραμμάτων, ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος, ξεχωρίζω κτ με κτ, διαφέρω σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης diferenciar

διαφοροποιώ, αντιδιαστέλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Crianças aprendem a diferenciar todos os sons que ouvem em qualquer língua.

διακρίνω κτ από κτ, ξεχωρίζω κτ από κτ

verbo transitivo

διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα σε κτ και κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαφοροποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεχωρίζω

(identificar entre algo ou alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα δίδυμα μοιάζουν τόσο πολύ που δεν είναι εύκολο να τα ξεχωρίσεις.

διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A inteligência de Stein o distingue de outros jogadores de futebol.
Η εξυπνάδα του Στάιν τον ξεχωρίζει από άλλους ποδοσφαιριστές.

διακρίνω

(κπ/κτ από κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Algumas pessoas têm dificuldade em distinguir o certo do errado.
Κάποιοι άνθρωποι το βρίσκουν δύσκολο να ξεχωρίσουν το σωστό απ' το λάθος.

ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, διακρίνω κπ/κτ από κπ/κτ

O que o distingue dos colegas é sua inabalável autoconfiança.
Αυτό που τον κάνει να διαφέρει (or: ξεχωρίζει) απ' τους υπόλοιπους συναδέλφους του είναι η ακλόνητη αυτοπεποίθησή του.

διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των ομοζυγωτικών διδύμων. Δεν αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ των οικονομικών σχεδίων των υποψηφίων.

χαρακτηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O sotaque italiano de Francesca é o que a diferencia.
Η ιταλική προφορά της Φραντσέσκα είναι αυτό που τη χαρακτηρίζει.

ξεχωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você consegue distinguir essas duas cores? Não consigo diferenciar essa daquela.
Μπορείς να διακρίνεις τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο χρώματα.

ξεχωρίζω

verbo transitivo (κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαφοροποιώ, αντιδιαστέλλω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essa teoria explica como células idênticas diferenciam-se para atender diferentes funções.

διαχωρίζω τη θέση μου

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με διάκριση πεζών - κεφαλαίων γραμμάτων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος

expressão (ter senso de moralidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεχωρίζω κτ με κτ

διαφέρω σε

(ser diferente em)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diferenciar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.