Τι σημαίνει το direcionar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης direcionar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του direcionar στο πορτογαλικά.
Η λέξη direcionar στο πορτογαλικά σημαίνει απευθύνομαι, καθοδηγώ, κατευθύνω, απευθύνω κτ σε κπ, κατευθύνω, οδηγώ, διοχετεύω κτ μέσα από κτ, οδηγώ, καθοδηγώ, διευθυνσιοδοτώ, παραπέμπω, στέλνω, κτ απευθύνεται σε κτ/κπ, κατευθύνω, διοχετεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης direcionar
απευθύνομαιverbo transitivo (alvo) (σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A campanha de marketing foi direcionada a mulheres jovens. Η διαφημιστική καμπάνια απευθυνόταν στις νέες γυναίκες. |
καθοδηγώ, κατευθύνωverbo transitivo (κυριολεξία: πρόσβαση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην ανησυχείς! Θα μας οδηγήσει το gps στον προορισμό μας! |
απευθύνω κτ σε κπ
|
κατευθύνω, οδηγώverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O fazendeiro direcionou o carneiro para o cercado. Ο αγρότης οδήγησε τα πρόβατα στον περιφραγμένο χώρο. |
διοχετεύω κτ μέσα από κτverbo transitivo (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele direcionou os seus ganhos ilegais através da conta empresarial de sua esposa. Διοχέτευσε τα παράνομα έσοδά του μέσω του εταιρικού λογαριασμού της συζύγου του. |
οδηγώ, καθοδηγώverbo transitivo (jogar a bola à frente de) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Μην πετάς τη μπάλα εκεί που είναι, πρέπει να τον καθοδηγήσεις πετώντας την μπροστά του. |
διευθυνσιοδοτώverbo transitivo (νεολογισμός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O servidor direcionou os dados para o mainframe. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Με ποιον τρόπο διευθυνσιοδοτεί ο εξυπηρετητής αυτός; |
παραπέμπωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu vou direcionar o assunto ao meu advogado. Θα παραπέμψω (or: προωθήσω) το ζήτημα στον δικηγόρο μου. |
στέλνω(κάποιον κάπου ή σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O general enviou mais soldados para a batalha. Ο στρατηγός έστειλε και άλλους στρατιώτες στη μάχη. |
κτ απευθύνεται σε κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A companhia de TV orientou o show para garotas adolescentes Η τηλεοπτική εταιρεία επέλεξε η εκπομπή να απευθύνεται σε έφηβα κορίτσια. |
κατευθύνω(direcionar a luz, água) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ele jogou a luz para a entrada. |
διοχετεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του direcionar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του direcionar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.