Τι σημαίνει το direita στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης direita στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του direita στο πορτογαλικά.
Η λέξη direita στο πορτογαλικά σημαίνει δεξιά, δεξιά, δεξί, δεξιά στροφή, δεξιά, δεξιά, ντράιβ, φόρχαντ, δεξιά πλευρά, δεξιός, συντηρητικοί, δεξιά, τα δεξιά, δεξιός, δεξής, δεξιός, δεξί, η Δεξιά, δεξιός, δεξής, δεξιός, στα δεξιά, δεξιά, κυανοχίτων, ακροδεξιά, δεξί χέρι, η ακροδεξιά, δεξιός, δεξής, στα δεξιά, στρίβω απότομα, στραβοτιμονιάζω, στρίβω δεξιά, ακροδεξιός, δεξιά, δεξιά, γροθιά με το δεξί, ντράιβ, φόρχαντ, ρίψη με το δεξί, δεξιόστροφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης direita
δεξιάsubstantivo feminino (mão direita) (κατεύθυνση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Os controles dos faróis estão à sua direita. Ο διακόπτης για τα φώτα είναι στο δεξί σου χέρι. |
δεξιάsubstantivo feminino (política: ala conservadora) (πολιτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A direita ganhará as eleições. Η δεξιά παράταξη θα κερδίσει τις εκλογές. |
δεξίsubstantivo feminino (boxe: soco diferido com a mão direita) (μποξ: γροθιά) Ele deu um soco de direita bem no queixo. |
δεξιά στροφήsubstantivo feminino (curva à direita) Vire à direita no próximo semáforo. Θυμάσαι τις οδηγίες; Μια δεξιά στροφή, μια αριστερή, μετά ξανά μια δεξιά και είναι στο τέλος του δρόμου. |
δεξιάsubstantivo feminino (posição política) O país mudou para a direita recentemente. |
δεξιάsubstantivo feminino (grupo legislativo) (πολιτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A direita nunca votará nestas reformas. Η δεξιά δεν θα ψηφίσει ποτέ υπέρ αυτών των αλλαγών. |
ντράιβ, φόρχαντsubstantivo feminino (tênis, etc: golpe) (τένις) |
δεξιά πλευράsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεξιόςsubstantivo feminino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συντηρητικοίsubstantivo feminino (facção de partido) (πολιτική) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Οι συντηρητικοί του κόμματος ήταν πιο απρόθυμοι να συμβιβαστούν από ό,τι τα υπόλοιπα μέλη του κόμματος. |
δεξιάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Olhe para a direita e para a esquerda antes de sair de um cruzamento. Κοίτα δεξιά και αριστερά πριν βγεις από τη διασταύρωση. |
τα δεξιά(o lado direito) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vire na esquina à direita. Στρίψε προς τα δεξιά στη γωνία. |
δεξιός, δεξήςlocução adjetiva (boxe) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ele deu um golpe de direita nele. |
δεξιόςsubstantivo feminino (militar: linha de combate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nossa ala direita voltou e cercou o inimigo. |
δεξί(sapatos ou meias) Esta caixa de sapato tem dois pés direitos. Deve ter sido um erro! Το κουτί των παπουτσιών είχε μέσα δύο δεξιά. Πρέπει να έγινε λάθος. |
η Δεξιάsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) A direita argumenta que aquelas medidas encorajarão a dependência no governo. |
δεξιός, δεξήςlocução adjetiva (situado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεξιόςlocução adjetiva (política) (πολιτική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στα δεξιάlocução adverbial (no lado direito) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεξιάlocução adverbial (na mão direita) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κυανοχίτων(Ιρλανδική ακροδεξιά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ακροδεξιά(política: extrema direita) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεξί χέρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η ακροδεξιά(movimento político) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δεξιός, δεξήςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στα δεξιάlocução prepositiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρίβω απότομα, στραβοτιμονιάζω(mudar rapidamente para a direita) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στρίβω δεξιά(virar uma esquina à direita) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ακροδεξιόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεξιάlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δεξιάlocução adverbial (do lado direito) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γροθιά με το δεξίsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ντράιβ, φόρχαντlocução adverbial Ο προπονητής μου στο τένις με μαθαίνει να παίζω με το ντράιβ. |
ρίψη με το δεξίsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεξιόστροφοςexpressão (σκοινί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του direita στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του direita
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.