Τι σημαίνει το dirigir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dirigir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dirigir στο πορτογαλικά.

Η λέξη dirigir στο πορτογαλικά σημαίνει οδηγώ, σκηνοθετώ, ρυθμίζω, διευθύνω, σκηνοθετώ, σκηνοθετώ, στρέφω, κατευθύνω κπ για κτ, καθοδηγώ κπ για κτ, απευθύνω κτ σε κπ, οδηγώ, προεδρεύω, απευθύνω, οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ, απευθύνω κτ σε κπ, οδήγηση, είμαι στο τιμόνι, οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ, μεταφέρω, συγκεντρώνω, οδηγώ, τρέχω, οδηγώ, κάνω βόλτες, είμαι ... στην οδήγηση, απομακρύνω, διαχειρίζομαι, χειρίζομαι, μεταφέρω, ελέγχω, στρέφομαι, διοικώ, διευθύνω, ενορχηστρώνω, οδηγώ, οδηγάω, καθοδηγώ, οδηγώ, ηγούμαι, πλοηγώ, διευθύνω, διοικώ, οδηγώ, προσφωνώ, κατευθύνομαι προς κτ, απευθύνομαι σε κπ, απευθύνομαι, προχωρώ, πλησιάζω, προσεγγίζω, συνεχίζω με, πλοηγούμαι, κατευθύνομαι, κατευθύνομαι, πηγαίνω, κατευθύνομαι, πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς, πάω οδηγώντας, πλησιάζω, προσεγγίζω, πηγαίνω, μεταβαίνω, διευθύνω ένα έργο, πιέζω τον εαυτό μου σε κτ, κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι, κολλάω πίσω από κπ/κτ, κάνω, αποσύρομαι, οδηγώ πάνω σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dirigir

οδηγώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ainda não posso dirigir. Só tenho 15 anos.
Δεν μπορώ να οδηγήσω ακόμα. Είμαι μόνο 15 χρονών.

σκηνοθετώ

verbo transitivo (filme, peça)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois de muitos anos como ator, ele queria dirigir.

ρυθμίζω

verbo transitivo (τροχαία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O diretor executivo dirigia a empresa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο αστυφύλακας ρύθμιζε την τροχαία (κίνηση).

διευθύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele dirigiu a orquestra.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης.

σκηνοθετώ

verbo transitivo (filme, peça)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quem dirigiu "E o Vento Levou"?

σκηνοθετώ

verbo transitivo (artes cênicas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στρέφω

verbo transitivo (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deveria dirigir suas críticas à pessoa responsável.

κατευθύνω κπ για κτ, καθοδηγώ κπ για κτ

απευθύνω κτ σε κπ

οδηγώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gostaria de dirigir meu carro novo?
Θέλεις να οδηγήσεις το καινούριο μου αυτοκίνητο;

προεδρεύω

verbo transitivo (σε συνεδρίαση κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele dirigiu a reunião, pois ninguém mais o quis fazer.
Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε.

απευθύνω

verbo transitivo (discurso) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οδηγώ κτ σε κτ, κατευθύνω κτ σε κτ

Ela levou a conversa a um determinado tópico.

απευθύνω κτ σε κπ

(figurado)

O'Neill endereçou (or: dirigiu) seus comentários aos donos de negócios na plateia.
Ο Ο' Νιλ απηύθυνε τα σχόλιά του στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βρίσκονταν στο κοινό.

οδήγηση

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dirigir é uma habilidade bastante útil para se aprender.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η οδήγηση τη νύχτα μπορεί να γίνει επικίνδυνη.

είμαι στο τιμόνι

verbo transitivo (pegar o volante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ

verbo transitivo (deslocar-se de carro) (αν είμαι οδηγός)

μεταφέρω

(BRA) (με αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνω

verbo transitivo (orientar, dar direção a)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela dirigiu suas forças para o final do projeto.
Συγκέντρωσε την ενέργειά της στο να ολοκληρώσει το έργο.

οδηγώ

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu sobrinho dirige um kart.
Ο ανιψιός μου τρέχει με καρτ.

οδηγώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu os vi dirigindo o carro do seu irmão pela rua.

κάνω βόλτες

(BRA, dirigir ao redor) (με όχημα)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

είμαι ... στην οδήγηση

(εύκολος, δύσκολος κλπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esse carro é lindo de dirigir.
Αυτό το αυτοκίνητο είναι εύκολο στην οδήγηση.

απομακρύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cão pastor dirigiu as ovelhas para longe do rio.

διαχειρίζομαι

verbo transitivo (gerir, governar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele dirige as operações de rede.
Διαχειριζόταν τις λειτουργίες δικτύου.

χειρίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O operador da grua controlava a máquina sem problema.
Ο οδηγός του γερανού χειρίστηκε το μηχάνημα χωρίς πρόβλημα.

μεταφέρω

(με αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não sei dirigir, então quem dirige (or: guia) com nossas filhas adolescentes por aí é minha mulher.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν ξέρω να οδηγώ κι έτσι η γυναίκα μου είναι εκείνη που μεταφέρει τις έφηβες κόρες μας σε διάφορα μέρη.

ελέγχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O gerente dirige os empregados subalternos.
Ο διευθυντής ελέγχει τους υφισταμένους του.

στρέφομαι

verbo transitivo (atenção) (σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos nos dirigir para a agenda da reunião da próxima semana.

διοικώ, διευθύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela é bem capaz de dirigir a empresa toda sozinha.

ενορχηστρώνω

(figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οδηγώ, οδηγάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καθοδηγώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οδηγώ

verbo transitivo (carro, bicicleta) (κινούμε ή δίνω κατεύθυνση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mick guiou o carro pelas estradas rurais.
Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου.

ηγούμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick foi escolhido para conduzir a banda, talvez porque ele tocava bateria muito bem.
Διάλεξαν τον Ρικ να ηγείται της μπάντας, ίσως γιατί έπαιζε πολύ καλά ντραμς.

πλοηγώ

verbo transitivo (um barco, etc.) (βάρκα, πλοίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν είναι εύκολο να πλοηγήσει κανείς πλοίο σε αυτό το λιμάνι.

διευθύνω, διοικώ

(exercer de gestor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minha filha atua como assistente de loja e eu administro.
Η κόρη μου δουλεύει ως βοηθός στο κατάστημα κι εγώ το διευθύνω.

οδηγώ

verbo transitivo (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guie-os a um acordo com argumentos lógicos.
Οδήγησέ τους σε συμφωνία με λογικά επιχειρήματα.

προσφωνώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Sua Santidade" é a forma correta de dirigir-se ao Papa.
«Παναγιότατε» είναι ο σωστός τρόπος να προσφωνεί κανείς τον Πάπα.

κατευθύνομαι προς κτ

Para encontrar a festa, dirija-se ao barulho.
Για να βρεις το πάρτι ακολούθησε τον θόρυβο!

απευθύνομαι σε κπ

O Presidente vai dirigir-se à nação na terça-feira.
Ο πρόεδρος θα απευθυνθεί στον λαό την Τρίτη.

απευθύνομαι

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor se dirigiu ao garoto mais inteligente da turma.
Η δασκάλα μίλησε στο εξυπνότερο αγόρι της τάξης.

προχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω, προσεγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edwin fica muito nervoso quando aborda meninas.
Ο Έντγουιν είναι πολύ νευρικός όταν πλησιάζει (or: προσεγγίζει) τα κορίτσια.

συνεχίζω με

(mover-se para) (επόμενη δραστηριότητα)

Depois de um começo lento, o time prosseguiu para derrotar seus adversários.
Μετά από ένα αργό ξεκίνημα η ομάδα προχώρησε σε νίκη υπέρ του αντιπάλου της.

πλοηγούμαι

(επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pombos que sabem se orientar podem ser usados para enviar mensagens.

κατευθύνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A estrada se dirige ao sul.

κατευθύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos nos dirigir ao Arizona na nossa próxima viagem.

πηγαίνω, κατευθύνομαι

verbo pronominal/reflexivo (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O capitão se dirigiu para a costa.

πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς

verbo pronominal/reflexivo (movimentar-se)

A frota se dirigiu ao porto.
Ο στόλος πήγε (or: κατευθύνθηκε) προς το λιμάνι.

πάω οδηγώντας

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλησιάζω, προσεγγίζω

expressão verbal (abordar alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηγαίνω, μεταβαίνω

verbo pronominal/reflexivo (ir para: um lugar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διευθύνω ένα έργο

(dirigir uma tarefa ou programa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιέζω τον εαυτό μου σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι

(BRA) (μτφ, καθομ, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κολλάω πίσω από κπ/κτ

(BRA) (μτφ, καθομ, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você deve ir para a esquerda na bifurcação da rodovia.
Πρέπει να κάνεις αριστερά στη διχάλα του δρόμου.

αποσύρομαι

verbo pronominal/reflexivo (λόγιος: σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

οδηγώ πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο οδηγός οδήγησε αργά πάνω στα χαλίκια.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dirigir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του dirigir

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.