Τι σημαίνει το exigir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης exigir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του exigir στο πορτογαλικά.

Η λέξη exigir στο πορτογαλικά σημαίνει απαιτώ, απαιτώ, απαιτώ, απαιτώ να κάνω κτ, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, καλώ, απαιτώ, απαιτώ, ζητώ, διατάζω, απαιτώ, συνεπάγομαι, σημαίνω, χρησιμοποιώ, χρειάζομαι, προκαλώ κπ να κάνει κτ, σχετίζομαι, γίνομαι φορτικός σε κάποιον, συνεπάγομαι, θέλω, απαιτώ πληρωμή, απαιτώ προσοχή, απαιτώ άμεση προσοχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης exigir

απαιτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele exige lealdade de seus empregados.
Απαιτεί αφοσίωση από τους εργαζομένους του.

απαιτώ

(να)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela exigiu que ele tirasse o lixo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι πατατοπαραγωγοί αξίωναν συνάντηση με τον υπουργό.

απαιτώ

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O emprego exigia que ele chegasse às 8:30 todo dia.
Η δουλειά απαιτούσε να έρχεται στις 08:30 κάθε πρωί.

απαιτώ να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Exijo falar com o gerente!
Απαιτώ να δω τον διευθυντή!

επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ

verbo transitivo (demandando) (σε απαίτηση για κτ)

Os grevistas estão exigindo maiores salários.
Οι απεργοί απαιτούν υψηλότερους μισθούς.

καλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles exigiram que ela encontrasse uma solução para seus problemas.

απαιτώ

verbo transitivo (κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A professora exige rigoros obediência de seus alunos.

απαιτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζητώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O senador exigiu uma investigação. O oficial de justiça pediu silêncio no tribunal.

διατάζω

verbo transitivo (ordenar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A rainha exigia que seus súditos se curvassem à sua presença.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η βασίλισσα έδωσε διαταγή στους υπηκόους της να υποκλιθούν.

απαιτώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A situação exigiu algumas soluções criativas.

συνεπάγομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O novo projeto econômico do governo envolvia uma série de medidas de austeridade.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το να πάρει κανείς πτυχίο συνεπάγεται πολλή και σκληρή προσπάθεια.

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Comprar um carro novo geralmente implica fazer um empréstimo no banco.
Το να αγοράσεις αυτοκίνητο συνήθως προϋποθέτει ότι θα πάρεις δάνειο από την τράπεζα.

χρησιμοποιώ, χρειάζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse projeto vai ocupar a maior parte do seu tempo.
Αυτό το πρότζεκτ θα σου πάρει τον περισσότερο χρόνο σου.

προκαλώ κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu desafio você a contar a verdade!
Σε προκαλώ να πεις την αλήθεια!

σχετίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A compra de um carro geralmente envolve a obtenção de um empréstimo bancário.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι περισσότερες υποθέσεις διαζυγίου σχετίζονται με μοιχεία.

γίνομαι φορτικός σε κάποιον

verbo transitivo

συνεπάγομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O sucesso vem com trabalho duro.
Η επιτυχία συνεπάγεται σκληρή δουλειά.

θέλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Como seu empregador, eu espero perfeição. esse trabalho não está bom o suficiente!
Ως εργοδότης σου θέλω τελειότητα. Αυτή η δουλειά δεν είναι αρκετά καλή!

απαιτώ πληρωμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Παλαιότερα απαιτούσα πληρωμή εκ των προτέρων από τους νέους μου πελάτες.

απαιτώ προσοχή, απαιτώ άμεση προσοχή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του exigir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.