Τι σημαίνει το passar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης passar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του passar στο πορτογαλικά.
Η λέξη passar στο πορτογαλικά σημαίνει προσπερνάω, περνάω από κτ, περνώ από κτ, δίνω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, πάω πάσο, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, δίνω, πασάρω, προσπερνάω, δίνω, συμβαίνω, βιάζομαι, περνάω, μεταβαίνω σε κτ, περνώ σε κτ, περνώ απαρατήρητος, ξεφεύγω, κυλώ αργά, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, κινούμαι πάνω σε ρόδες, λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω, περνάω, ξεπερνάω, περνάω από δίπλα, παραμένω αμέτοχος, παραμένω αμέτοχος, περνάω, περνάω, περνώ απαρατήρητος, περνάω, περνώ, σιδερώνω, απλώνω κτ πάνω σε κτ, περνάω, ξεπερνάω, προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, σιδερώνω, ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, καθαρίζω, τρίβω, περνάω, περνώ, πάω, προχωράω, πηδάω, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, περνάω, περνώ, παίζομαι, παίζω, <div>περνάω δίπλα από κτ/κπ , περνώ δίπλα από κτ/κπ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, περνάω γρήγορα, περνάω, προσπερνάω, περνάω, σιδερώνω, περνάω δίπλα, κτ είναι παιχνιδάκι για μένα, αντεπεξέρχομαι σε κτ, περνώ, δίνω, κυλάω, περνάω, περνώ, περνάω, αναθέτω, πρόβα, αναθέτω, πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ, πασαλείβω, πασαλείφω, δίνω, περνάω με το ποντίκι, περνάω τον κέρσορα, περνάω πάνω από κτ με κτ, παίζομαι, παίζω, περνάω, περνώ, επιπλήττω, τρελαίνομαι, σκαρφαλώνω, περνάω πάνω από κτ, κάθομαι, αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω, αποσυντονίζω, συντρίβω, συνθλίβω, διορθώνω, παραπλανώ, φορτώνω κτ σε κπ, ενθουσιάζομαι, παίζω, υπερισχύω, πρωτεύω, διασχίζω, διαβαίνω, επιθεωρώ, ξεπετάω, κάνω παρέα με κπ, χαϊδεύω, περνάω το χειμώνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης passar
προσπερνάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O ônibus passou sem parar. Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. |
περνάω από κτ, περνώ από κτ
Para chegar a um lugar seguro, primeiro temos que passar pela zona de guerra. Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου. |
δίνωverbo transitivo (objeto: colocar na mão) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele passou a caneta para ela. Της έδωσε το στυλό. |
περνάω, περνώverbo transitivo (ser aprovado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela passou no exame de direção na primeira tentativa. Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη. |
περνάω, περνώ(ser aprovado, votado) (μτφ: ο νόμος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A lei passou por votos de setenta a trinta. Ο νόμος πέρασε με πλειοψηφία εβδομήντα προς τριάντα. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O ônibus passou sem parar para nós. Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O cartão de aniversário passou de pessoa para pessoa. |
πασάρω(transferir bola) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele passou e depois correu em direção ao gol. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Parece que o tempo passa mais rápido a cada ano. |
πάω πάσο(jogo de baralho) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Você pode ou jogar uma carta ou passar. |
περνάω, περνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aquela oportunidade já passou. |
περνάω, περνώ(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Como foi o teste?" "Passei!" |
πασάρωverbo transitivo (transferir bola) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Para jogar bem como parte de um time, é importante passar a bola em vez de ficar com ela só para você. |
περνάω, περνώverbo transitivo (nos exames) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As notas do aluno foram muito melhores esse ano, por isso o professor ficou feliz em passá-lo. |
ξεπερνάω, περνάω, περνώverbo transitivo (exceder) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A velocidade do foguete passou rapidamente de duzentos quilômetros por hora. |
δίνωverbo transitivo (circular) Eles passaram a pipoca pela mesa. |
πασάρωverbo transitivo (bola: transferir para alguém) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele passou a bola de basquete para seu companheiro de equipe, que a lançou em seguida. |
προσπερνάωverbo transitivo (direção) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O corredor passou (or: ultrapassou) seu adversário no último minuto e ganhou a corrida. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο προσπέρασε τον αντίπαλό του την τελευταία στιγμή και κέρδισε την κούρσα. |
δίνωverbo transitivo (passar às mãos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele passou (or: entregou) a caneta para ela. Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ; |
συμβαίνω(acontecer) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eles concordaram em esquecer tudo o que havia ocorrido antes e começar de novo. |
βιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περνάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O público assistia enquanto a parada passava. Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή. |
μεταβαίνω σε κτ, περνώ σε κτ(dar lugar a) |
περνώ απαρατήρητος, ξεφεύγω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η πόρτα έμεινε ανοιχτή και νομίζω ότι μπορούμε να περάσουμε απαρατήρητοι από εκεί. Πέρασε απαρατήρητος από την ασφάλεια. |
κυλώ αργά(χρόνος) Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando Emily estava doente, ficava sentada perto da janela e acenava para todo mundo que passava. Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε. |
περνάω, περνώ(informal) (μεταφορικά: για επίσκεψη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu estava aqui no bairro, por isso pensei em passar para fazer uma visita. Um amigo da família passou para nos ver. Ήμουνα στην γειτονιά και απλά σκέφτηκα να περάσω και να σε επισκεφτώ για λίγο. |
περνάω, περνώ(tempo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não posso acreditar que o feriado já tenha terminado. O tempo passou muito rápido! Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός! |
κινούμαι πάνω σε ρόδες
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os efeitos analgésicos da aspirina passavam já depois de uma hora. Η παυσίπονη επίδραση της ασπιρίνης μειωνόταν μετά από μία μόλις ώρα. |
περνάω, ξεπερνάω(ir além de um obstáculo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνάω από δίπλα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραμένω αμέτοχος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραμένω αμέτοχος(ΗΠΑ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amy passou na casa de Joe durante seu caminho para a Igreja. Η Άμι πέρασε το σπίτι του Τζόι καθώς πήγαινε στην εκκλησία. |
περνάω(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περνώ απαρατήρητος(passar sem ser notado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A multidão assistia enquanto o desfile passava. Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η παρέλαση. |
σιδερώνωverbo transitivo (com ferro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu devia passar meu terno para minha entrevista amanhã. Πρέπει να σιδερώσω τις ζάρες στο κουστούμι μου για την αυριανή συνέντευξη. |
απλώνω κτ πάνω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνάω, ξεπερνάω(ir além de um obstáculo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προχωρώ σε κτ, πηγαίνω σε κτ(informal) (μεταφορικά, καθομ) Vamos passar para o próximo item na agenda. |
περνάω, περνώ(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você pode passar na farmácia para mim no caminho para casa? Μπορείς να περάσεις από το φαρμακείο να μου πάρεις κάτι όπως θα έρχεσαι σπίτι; |
περνάω, περνώverbo transitivo (passar o tempo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vou passar o dia com minha família. Θα περάσω την μέρα με την οικογένεια μου. |
περνάωverbo transitivo (cartão em leitor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Passe seu cartão e digite sua senha na máquina. Πέρασε την κάρτα σου και πληκτρολόγησε το PIN σου. |
περνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πέρασαν τη νύχτα με ιστορίες από τα νιάτα τους. |
περνάω, περνώ(σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pode ser difícil para os adolescentes passarem para a vida adulta. Μπορεί να είναι δύσκολο για τους έφηβους να περάσουν στην ενήλικη ζωή. |
σιδερώνωverbo transitivo (roupas) (για ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu preciso passar uma camisa para o trabalho. Πρέπει να σιδερώσω ένα πουκάμισο για τη δουλειά. |
ανακατεύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτverbo transitivo (τρίβοντας τα υλικά) Ανακάτεψε το βούτυρο με το αλεύρι μέχρι να σβολιάσει κι έπειτα πρόσθεσε το νερό. |
καθαρίζω, τρίβω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark passou o pano nos óculos para dar uma limpada rápida. Ο Μαρκ έτριψε με το πανί τα γυαλιά του για να τα καθαρίσει στα γρήγορα. |
περνάω, περνώ(από κτ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πάω, προχωράωverbo transitivo (καθομιλουμένη: σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quero passar para a questão de como vamos financiar esse projeto. Θέλω να πάμε στην ερώτηση του πώς θα χρηματοδοτήσουμε αυτό το έργο. |
πηδάω(καθομ, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não sei responder essa pergunta; eu passo. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο συμμετέχων στον παιχνίδι γνώσεων δεν απάντησε σε δύο ερωτήσεις. |
περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτverbo transitivo Ela passou o filme pela câmera. Πέρασε το φιλμ στην φωτογραφική μηχανή. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O sofá simplesmente não passa pela porta. |
παίζομαι, παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O que está passando hoje? Τι παίζει απόψε; |
<div>περνάω δίπλα από κτ/κπ , περνώ δίπλα από κτ/κπ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>
|
περνάω γρήγοραverbo transitivo (fazer correr) Ela passou uma escova pelo cabelo. Rob passou a mão no cabelo espesso e escuro. |
περνάωverbo transitivo (por baixo de) (κάτω από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O topo do trailer passou sob a ponte com centímetros de sobra. |
προσπερνάωverbo transitivo (passar por) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O barco de lagosta passou pelos cardumes com segurança. |
περνάωverbo transitivo (pela alfândega) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos encontrá-lo depois de passar a alfândega. |
σιδερώνωverbo transitivo (roupa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Preciso passar essas calças. Elas estão completamente amarrotadas. |
περνάω δίπλα(από κάποιον, κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτ είναι παιχνιδάκι για μέναverbo transitivo (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντεπεξέρχομαι σε κτverbo transitivo (figurado, resistir a algo) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Υπομείναμε την τρικυμία στην καμπίνα. |
περνώ(tempo) (χρόνος, ώρα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δίνωverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Poderia me passar essa caneta, por favor? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το στυλό, σε παρακαλώ; |
κυλάω(tempo) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O tempo passa. |
περνάω, περνώ(tempo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O tempo passa rápido quando você tem filhos. |
περνάωverbo transitivo (por cima de) (πάνω από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O avião passou pelas copas das árvores. |
αναθέτω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O professor de história frequentemente dá grandes quantidades de trabalho de casa. Ο καθηγητής της ιστορίας συχνά αναθέτει απίστευτα πολλές εργασίες για το σπίτι. |
πρόβα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναθέτω(formal) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O gerente atribuiu a tarefa de entrevistar candidatos à vaga de assistente dele. Η διευθύντρια ανέθεσε τις συνεντεύξεις των υποψηφίων για εργασία στη βοηθό της. |
πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ
|
πασαλείβω, πασαλείφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, entregue esse formulário aos seus pais. Παρακαλώ δώσε αυτή την αίτηση στους γονείς σου. |
περνάω με το ποντίκι, περνάω τον κέρσορα(πάνω από κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πέρνα με το ποντίκι πάνω από την εικόνα και θα τη δεις να αλλάζει. |
περνάω πάνω από κτ με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η εικόνα θα αλλάξει εάν περάσεις τον κέρσορα από πάνω της. |
παίζομαι, παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Que filmes estão sendo exibidos no cinema essa semana? |
περνάω, περνώ(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Passei no teste! Πέρασα το τεστ! |
επιπλήττω(repreender ou censurar alguém) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρελαίνομαι(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκαρφαλώνω(cerca; muro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνάω πάνω από κτ(levantar o pé para evitar pisar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάθομαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por que você não vem à minha casa e relaxa um pouco? Γιατί δεν έρχεσαι απ' το σπίτι μου ν' αράξουμε λίγο; |
αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω(mudar ou transferir algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Αμερική δε μπόρεσε να αλλάξει σε μετρικό σύστημα. |
αποσυντονίζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συντρίβω, συνθλίβω(μεταφορικά: νικώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραπλανώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φορτώνω κτ σε κπ(καθομιλουμένη) |
ενθουσιάζομαι(informal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω(μεταφορικά: με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερισχύω, πρωτεύω(με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A importância deste projeto excede quaisquer preocupações que você possa ter quanto aos custos envolvidos. Η σημασία αυτού του πρότζεκτ υπερισχύει των όποιων ανησυχιών ίσως έχεις για τα σχετικά έξοδα. |
διασχίζω, διαβαίνω(um rio) (ποτάμι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιθεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπετάω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω παρέα με κπ(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαϊδεύω(passar a mão por) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela alisou o pelo do gato. Χάιδεψε το τρίχωμα της γάτας. |
περνάω το χειμώνα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του passar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του passar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.