Τι σημαίνει το discapacidad στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης discapacidad στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του discapacidad στο ισπανικά.
Η λέξη discapacidad στο ισπανικά σημαίνει αναπηρία, μαθησιακή δυσκολία, αναπηρία, βλάβη, αναπηρία, ανικανότητα, αδυναμία, αναπηρία, διακρίσεις υπέρ ατόμων χωρίς αναπηρίες, άτομα με προβλήματα βαρηκοΐας, βαρήκοος, με ειδικές ανάγκες, παραφροσύνη, φρενοβλάβεια, τρέλα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, νοητική υστέρηση, σωματική αναπηρία, σωματική ανικανότητα, επίδομα αναπηρίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης discapacidad
αναπηρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Steve no permite que su discapacidad le impida hacer lo que quiera; aunque solo tenga una pierna, sigue corriendo maratones. Ο Στηβ δεν αφήνει την αναπηρία του να τον σταματήσει απ' αυτό που θέλει να κάνει· ακόμα και με ένα πόδι, τρέχει σε μαραθώνιους. |
μαθησιακή δυσκολίαnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La discapacidad de Fiona hace que sea más difícil para ella aprender en comparación con otros niños. Η μαθησιακή δυσκολία της Φιόνα σημαίνει πως σε σχέση με άλλα παιδιά, είναι δυσκολότερο για εκείνη να μαθαίνει. |
αναπηρίαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sarah tiene una discapacidad y necesita una rampa para sillas de ruedas para poder entrar en el edificio. |
βλάβη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Peter fue al médico y consiguió un audífono para tratar su discapacidad auditiva. Ο Πήτερ πήγε στον γιατρό που του έδωσε ένα ακουστικό για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ακοής του. |
αναπηρίαnombre femenino (σωματική ή νοητική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανικανότητα, αδυναμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La incapacidad de Daniella la detuvo de manejar el auto. |
αναπηρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διακρίσεις υπέρ ατόμων χωρίς αναπηρίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άτομα με προβλήματα βαρηκοΐας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los subtítulos son para los sordos e hipoacúsicos. |
βαρήκοος(coloquial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi abuelo es duro de oído, así que no trates de hablar con él desde el otro lado de la habitación. |
με ειδικές ανάγκεςlocución adjetiva (persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραφροσύνη, φρενοβλάβεια, τρέλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo acusaron de aprovecharse de alguien con discapacidad mental. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
Peter no puede jugar al hockey por la discapacidad física que padece. |
νοητική υστέρησηnombre femenino |
σωματική αναπηρία, σωματική ανικανότητα
|
επίδομα αναπηρίαςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του discapacidad στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του discapacidad
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.