Τι σημαίνει το director στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης director στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του director στο ισπανικά.

Η λέξη director στο ισπανικά σημαίνει διευθυντής, διευθύντρια, σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια, μαέστρος, διευθυντής, διευθύντρια, διοικητής, διευθυντής, διευθυντής, επικεφαλής, διευθυντής, διευθύντρια, διευθυντής, μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας, διευθυντής, διευθύντρια, διευθυντής, κινηματογραφικός σκηνοθέτης, κινηματογραφική σκηνοθέτιδα, ελεγκτής, ελέγκτρια, αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια, διευθυντής, διευθύντρια, διευθυντής, διευθύντρια, σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια, σκηνοθέτης, καλλιτεχνικός παραγωγός, καλλιτεχνική παραγωγός, πρόεδρος, κοσμήτορας, ανώτερο στέλεχος, ελεγκτής, ελέγκτρια, στέλεχος, σκηνοθέτης, διευθυντικός, Διευθύνων Σύμβουλος, εργολάβος κηδειών, εργολάβος τελετών, διευθυντής, μαέστρος, διευθυντής φωτογραφίας, διευθύντρια φωτογραφίας, διευθυντής χορωδίας, γενικός διευθυντής, γενική διευθύντρια, εργολάβος κηδειών, επικεφαλής μουσικού συγκροτήματος, παρουσιαστής τσίρκου, επικεφαλής μουσικού συγκροτήματος, υποδιευθυντής, καρέκλα σκηνοθέτη, εργολάβος κηδειών, καλλιτεχνικός διευθυντής, καλλιτεχνικός διευθυντής, υπεύθυνος διανομής ρόλων, διευθυντής χορωδίας, διευθυντής ξενοδοχείου, διευθυντής, διευθύντρια, σχέδιο, διευθυντής ορχήστρας, μαέστρος, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης, αρχιχειρούργος, διευθύνων σύμβουλος, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, γενικός διευθυντής επιχειρήσεων, σκηνοθέτης, project manager, βοηθός αντιπρύτανη, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, προπονητής ποδοσφαίρου, προπονήτρια ποδοσφαίρου, διαχείριση καινοτομίας, οικονομικός διευθυντής παραγωγής, Διευθυντής Μάρκετινγκ, Διευθυντής Τμήματος Μάρκετινγκ, επικεφαλής έργου, διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας, υπεύθυνος σύνταξης, υπεύθυνη σύνταξης, θεατρικός σκηνοθέτης, γενικός διευθυντής, διευθυντής χορωδίας, επιστάτης, δημοσιονομικός ελεγκτής, δημοσιονομική ελέγκτρια, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, φλορ μάνατζερ, floor manager, διευθυντής υποκαταστήματος, διευθύντρια υποκαταστήματος, μουσικός διευθυντής, μουσική διευθύντρια, αναπληρωτής διευθυντής, αναπληρώτρια διευθύντρια, προπονητής, προπονήτρια, καλλιτεχνικός διευθυντής, διευθυντής, διευθύντρια, επιβλέπων, επιβλέπουσα, διευθυντής ορχήστρας, διευθύντρια ορχήστρας, διευθυντής σκηνής, διευθύντρια σκηνής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης director

διευθυντής, διευθύντρια

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
¿Quién es el director de este proyecto?
Ποιος είναι ο επικεφαλής αυτού του έργου;

σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια

nombre masculino, nombre femenino (cine)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Es actor, pero lo que realmente le gustaría ser es director de cine.
Ηθοποιός είναι, αλλά στην πραγματικότητα θα ήθελε να είναι σκηνοθέτρια.

μαέστρος

(música)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Nuestro director de coro nos pidió ir a un ensayo extra el sábado.

διευθυντής, διευθύντρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Es el director de cinco grandes Compañías.
Είναι διευθυντής πέντε μεγάλων επιχειρήσεων.

διοικητής, διευθυντής

(prisión) (οργανισμού, επιχείρησης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El director de la prisión estaba fuera cuando ocurrieron los hechos de violencia.

διευθυντής

nombre masculino (σχολείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sacaron a sus hijos del colegio después del escándalo que involucraba al director.

επικεφαλής

nombre masculino (música)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El director de la banda les marcaba cuándo empezar a tocar y cuándo terminar.
Ο επικεφαλής της ορχήστρας τους έλεγε πότε να ξεκινήσουν και πότε να σταματήσουν το παίξιμο.

διευθυντής, διευθύντρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El director tenía cincuenta personas trabajando a sus órdenes.
Ο διευθυντής (or: μάνατζερ) είχε πενήντα άτομα υπό την εποπτεία του.

διευθυντής

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής, διευθύντρια

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

διευθυντής

nombre masculino, nombre femenino (θεάτρου, όπερας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κινηματογραφικός σκηνοθέτης, κινηματογραφική σκηνοθέτιδα

nombre masculino, nombre femenino

ελεγκτής, ελέγκτρια

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
David fue designado como director de la comisión.

αρχισυντάκτης, αρχισυντάκτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

διευθυντής, διευθύντρια

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El director de la escuela tenía que disciplinar a los malos estudiantes.
Ο διευθυντής του σχολείου χρειάστηκε να τιμωρήσει τους κακούς μαθητές.

διευθυντής, διευθύντρια

nombre masculino, nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Bridget es directora de un hotel.

σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Antes de convertirse en cineasta, Shane estudió cinematografía en la universidad.

σκηνοθέτης

(abreviatura)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλλιτεχνικός παραγωγός, καλλιτεχνική παραγωγός

El cineasta estará presente en la presentación de la película.

πρόεδρος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El presidente del comité de planificación solicitó una reunión de emergencia.
Ο πρόεδρος της επιτροπής σχεδιασμού ζήτησε μια επείγουσα σύσκεψη.

κοσμήτορας

(ιεραρχία πανεπιστημίου)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ανώτερο στέλεχος

(persona)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El directivo recibió un gran bonus por sus resultados.

ελεγκτής, ελέγκτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El interventor en el departamento de finanzas revisará estos números.

στέλεχος

(ανώτερο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Naomi es la directiva de finanzas de nuestro club.

σκηνοθέτης

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Steven Spielberg es un director de cine muy exitoso.

διευθυντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Διευθύνων Σύμβουλος

(siglas; informal)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Ser CEO de una compañía de tecnología hizo a Tom millonario.

εργολάβος κηδειών, εργολάβος τελετών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El director de la funeraria hizo los arreglos para el funeral.

διευθυντής, μαέστρος

(ορχήστρας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nuestra orquesta tiene un director de orquesta invitado este mes.
Η ορχήστρα μας έχει έναν φιλοξενούμενο διευθυντή για αυτόν το μήνα.

διευθυντής φωτογραφίας, διευθύντρια φωτογραφίας

διευθυντής χορωδίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γενικός διευθυντής, γενική διευθύντρια

(abreviatura)

El Dir. Gral. de la empresa está fuera del país esta semana.

εργολάβος κηδειών

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El director de funeraria hizo un buen trabajo haciendo que mi padre luzca bien en su funeral.

επικεφαλής μουσικού συγκροτήματος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

παρουσιαστής τσίρκου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επικεφαλής μουσικού συγκροτήματος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υποδιευθυντής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El director adjunto ejerce las funciones del director cuando este está ausente.

καρέκλα σκηνοθέτη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El director se sentó en la silla del director y le dio instrucciones a los actores.

εργολάβος κηδειών

(MX)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La directora de la funeraria tiene un aire bastante sombrío, muy acorde con su profesión.

καλλιτεχνικός διευθυντής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλλιτεχνικός διευθυντής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπεύθυνος διανομής ρόλων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Después de la audición, Pedro llamaba al director de reparto todos los días para ver si había obtenido el papel.
Μετά την ακρόαση ο Φιλ τηλεφωνούσε στον υπεύθυνο κάστινγκ κάθε μέρα για να δει αν είχε πάρει τον ρόλο.

διευθυντής χορωδίας

διευθυντής ξενοδοχείου

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Estábamos muy sorprendidos cuando el gerente del hotel nos acompañó personalmente a nuestra habitación.

διευθυντής, διευθύντρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Serena es directora ejecutiva de una empresa de moda internacional.

σχέδιο

locución nominal masculina (ευρείας κλίμακας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esta noche la empresa develará su plan director para aumentar las ganancias del tercer trimestre.

διευθυντής ορχήστρας, μαέστρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Para ser director de orquesta hay que estudiar tanto como para ser matemático.

διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής προσωπικού, προσωπάρχης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le envíe mi CV y una carta de presentación al director de recursos humanos.

αρχιχειρούργος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθύνων σύμβουλος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
La compañía está buscando un nuevo director ejecutivo.
Η εταιρεία αναζητά νέο διευθύνοντα σύμβουλο.

οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια

γενικός διευθυντής επιχειρήσεων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκηνοθέτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Kurosawa es probablemente el mejor director de cine de Japón.

project manager

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
El director de proyecto debe asegurarse de que el proyecto se termine a tiempo.

βοηθός αντιπρύτανη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια

Tradicionalmente, el director financiero era responsable de gestionar los riesgos de la organización.

προπονητής ποδοσφαίρου, προπονήτρια ποδοσφαίρου

διαχείριση καινοτομίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οικονομικός διευθυντής παραγωγής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Διευθυντής Μάρκετινγκ, Διευθυντής Τμήματος Μάρκετινγκ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επικεφαλής έργου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

διαχειριστής ομάδας, διαχειρίστρια ομάδας

nombre masculino

υπεύθυνος σύνταξης, υπεύθυνη σύνταξης

locución nominal con flexión de género

θεατρικός σκηνοθέτης

(teatro)

γενικός διευθυντής

διευθυντής χορωδίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επιστάτης

(οικοτροφείου, εστίας ή κοιτώνα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δημοσιονομικός ελεγκτής, δημοσιονομική ελέγκτρια

locución nominal con flexión de género

οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια

φλορ μάνατζερ, floor manager

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διευθυντής υποκαταστήματος, διευθύντρια υποκαταστήματος

Sarah es la gerente de sucursal del banco.

μουσικός διευθυντής, μουσική διευθύντρια

αναπληρωτής διευθυντής, αναπληρώτρια διευθύντρια

προπονητής, προπονήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Echaron al entrenador porque el equipo perdió demasiados partidos.
Ο προπονητής απολύθηκε γιατί η ομάδα είχε υπερβολικά πολλές ήττες.

καλλιτεχνικός διευθυντής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διευθυντής, διευθύντρια

locución nominal con flexión de género

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El director ejecutivo era estricto, pero justo.
Ο διευθυντής ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος.

επιβλέπων, επιβλέπουσα

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
La tutora de Alex leyó el capítulo y le hizo algunas sugerencias para mejorarlo.
Ο επιβλέπων καθηγητής του Άλεξ διάβασε το προσχέδιο του κεφαλαίου και έκανε μερικές προτάσεις για βελτιώσεις.

διευθυντής ορχήστρας, διευθύντρια ορχήστρας

διευθυντής σκηνής, διευθύντρια σκηνής

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του director στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του director

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.