Τι σημαίνει το discutir στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης discutir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του discutir στο πορτογαλικά.
Η λέξη discutir στο πορτογαλικά σημαίνει συζητώ, μαλώνω, τσακώνομαι, συζητώ κτ με κπ, συζητώ, πραγματεύομαι, λογομαχώ, διαπληκτίζομαι, αμφισβητώ, ξεκαθαρίζω, κουβεντιάζω, μαλώνω, καβγαδίζω, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, <div>αρχίζω να μιλάω για κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, συζητώ με κπ, συζητάω, συζητώ, τσακώνομαι, μαλώνω, τσακώνομαι, συζητώ, αναλύω, συζητώ, λύνω κτ μέσω της συζήτησης, λογοφέρνω, λογομαχώ, τσακώνομαι, διαπραγματεύομαι, μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ, έρχομαι σε συμπλοκή, διαφωνώ με κτ, συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, διαπληκτίζομαι, συζητώ,συνομιλώ, τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη, μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, μιλάω, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, αντιδραστικός, επιθετικός, συζητάω περαιτέρω, συζητώ, έρχομαι σε ρήξη, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι, συζητάω, συζητώ, λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκω, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ, συζητώ με κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης discutir
συζητώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles discutiram política por uma hora. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τον κάλεσε στο γραφείο του να κουβεντιάσουν τις εξελίξεις. |
μαλώνω, τσακώνομαιverbo transitivo (για κτ, με κπ για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A minha amiga discute sempre sobre dinheiro com o seu marido. Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά. |
συζητώ κτ με κπverbo transitivo Peter concordou em discutir a questão com seu pai. Ο Πήτερ συμφώνησε να συζητήσει (or: κουβεντιάσει) το θέμα με τον πατέρα του. |
συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se você ainda acha que a estratégia não é boa, nós podemos discutir mais a esse respeito. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν ακούει με τα συναισθηματικά ξεσπάσματα, αλλά προτιμά να συζητά ορθολογιστικά. |
πραγματεύομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O artigo discute a pena de morte. Το άρθρο πραγματεύεται τη θανατική ποινή. |
λογομαχώ, διαπληκτίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Até mesmo os recém-casados às vezes discutem. Ακόμα και οι νιόπαντροι λογοφέρνουν καμιά φορά. |
αμφισβητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O médico contestou o processo por mal prática. Ο γιατρός προσέβαλε την μήνυση για επαγγελματική αμέλεια. |
ξεκαθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουβεντιάζωverbo transitivo (κάποιο θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαλώνω, καβγαδίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Linda podia ouvir seus vizinhos discutindo do outro lado da parede. Η Λίντα άκουγε τους γείτονές της να τσακώνονται στην άλλη μεριά του τοίχου. |
καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτverbo transitivo (informal, figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συζητώ, κουβεντιάζω, λέωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vamos discutir os seus planos para a faculdade. Ας κουβεντιάσουμε για τα σχέδιά σου για το πανεπιστήμιο. |
μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ
|
<div>αρχίζω να μιλάω για κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>
|
συζητώ με κπ
|
συζητάω, συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As equipes ainda discutiam quando saímos. Όταν φύγαμε, οι ομάδες ακόμα συζητούσαν. |
τσακώνομαι, μαλώνω(ter um argumento) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eles discutiram para ver quem iria primeiro. |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os dois professores estavam discutindo sobre o assunto há anos. Οι δυο καθηγητές τσακώνονταν επί χρόνια για αυτό το ζήτημα. |
συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os dois cavalheiros discutiam enquanto andavam pelo parque. |
αναλύω, συζητώ(cobrir, abordar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O artigo nem discutiu a questão principal. |
λύνω κτ μέσω της συζήτησηςverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λογοφέρνω, λογομαχώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι πολιτικοί λογομάχησαν πάνω στο θέμα των φορολογικών μεταρρυθμίσεων. |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαπραγματεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ
|
έρχομαι σε συμπλοκή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαφωνώ με κτ
|
συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαπληκτίζομαι(briga) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συζητώ,συνομιλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη(amigos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles brigaram e não estão mais falando um com o outro. Τσακώθηκαν και δεν μιλιούνται πλέον. |
μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ
|
μιλάω(για κάποιν/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Conversamos sobre o filme que acabáramos de assistir. Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει. |
μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ
|
αντιδραστικός, επιθετικός(συζήτηση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συζητάω περαιτέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητώlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έρχομαι σε ρήξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se você não parar de fofocar, todos os seus amigos vão brigar com você. Αν δεν σταματήσεις το κουτσομπολιό, όλοι σου οι φίλοι θα έρθουν σε ρήξη μαζί σου. |
διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Τα χρήματα τους έλειπαν πάντα και έτσι το ζευγάρι καβγάδιζε συνεχώς για τους λογαριασμούς. |
συζητάω, συζητώ(informal figurado: debater intensamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκωlocução verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτexpressão verbal (με κπ) |
συζητώ με κπ για κτexpressão verbal (discutir ou consultar: com alguém) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του discutir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του discutir
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.