Τι σημαίνει το disminuir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης disminuir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disminuir στο ισπανικά.

Η λέξη disminuir στο ισπανικά σημαίνει μειώνομαι, ελαττώνομαι, μειώνω, ελαττώνω, πέφτω, μειώνω σταδιακά, εξανεμίζω σταδιακά, μειώνομαι, ελαττώνομαι, μειώνομαι, μειώνομαι, ελαττώνομαι, που μειώνεται, πέφτω, ολοκληρώνω, τελειώνω, λεπταίνω, χαλάω, ρίχνω, ελαττώνω, μειώνω, απαλύνω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, υποχωρώ, αραιώνω, απαλύνω, μειώνω, περικόπτω, περιορίζω, καθυστερώ, στενεύω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα, εξαντλώ, στερεύω, μειώνω, ελαττώνω, μετριάζω, περιορίζω, καταστέλλω, μείωση, ελάττωση, υποχώρηση, αραιώνω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, ελαττώνω, πέφτω, υποχωρώ, κατηφορίζω, που υποχωρεί, σβήνω, καταλαγιάζω, υποχωρώ, καταλαγιάζω, φτωχαίνω, αμείωτος, επιβραδύνω, επιβραδύνω, κόβω ταχύτητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης disminuir

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Debemos disminuir el consumo de agua si queremos evitar la sequía.
Η κατανάλωση νερού πρέπει να μειωθεί (or: ελαττωθεί) για να αποφύγουμε την ανομβρία.

μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía redujo su presupuesto para entrenamiento.
Η εταιρεία μείωσε τον προϋπολογισμό της για την εκπαίδευση.

πέφτω

verbo intransitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los precios han bajado en esta tienda.
Οι τιμές έχουν πέσει σ' αυτό το μαγαζί.

μειώνω σταδιακά, εξανεμίζω σταδιακά

μειώνομαι

verbo transitivo (en número)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El número y la intensidad de los ataques ha disminuido.

ελαττώνομαι, μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El viento disminuyó y el mar se calmó.
Ο αέρας κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La lluvia disminuyó después de unos minutos, así que Tom decidió ir a casa caminando.
Η βροχή ελαττώθηκε μετά από μερικά λεπτά και έτσι ο Τομ αποφάσισε να περπατήσει σπίτι.

που μειώνεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El dolor de la pierna de Ruth, que disminuía, era un indicio de que estaba mejorando lentamente.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La productividad ha disminuido recientemente en la compañía.

ολοκληρώνω, τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tendremos que ponernos más severos. Habrá que ir disminuyendo ese tipo de concesiones.

λεπταίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω, ρίχνω

(ηθικό, κέφι, διάθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ni siquiera este mal tiempo puede disminuir mis ganas de correr.
Ούτε καν αυτή η κακοκαιρία μπορεί να μειώσει τον ενθουσιασμό μου για το τρέξιμο.

ελαττώνω, μειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tiempo no disminuirá nuestra amistad.
Ο χρόνος δεν θα σβήσει τη φιλία μας.

απαλύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El bajista puso la palma de la mano en las cuerdas para disminuir la nota.

μειώνω, ελαττώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La venta de computadoras de escritorio ha disminuido con los años porque todos prefieren las portátiles.
Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peter tomó las pastillas y esperó que el dolor disminuyera.
Ο Πέτρος πήρε τα χάπια και περίμενε να υποχωρήσει ο πόνος.

αραιώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vi con terror como mi cabello se disminuía.

απαλύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El doble cristal disminuía el ruido del tráfico, pero no lo bloqueaba del todo.

μειώνω, περικόπτω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθυστερώ

(producción)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El proyecto empezó bien, pero entonces se topó con problemas y empezó a decaer.
To πρότζεκτ ξεκίνησε καλά, αλλά προέκυψαν δυσκολίες και άρχισε να καθυστερεί.

στενεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La carretera se estrecha en la montaña. Solo pueden pasar coches pequeños.
Ο δρόμος στενεύει πάνω στο βουνό· μόνο μικρά αυτοκίνητα μπορούν να περάσουν.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El número de feligreses decreció debido a que la gente no dejaba de mudarse a las afueras.

κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαντλώ, στερεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El duro trabajo físico estaba empezando a agotar las fuerzas de Martin.
Η σκληρή σωματική εργασία είχε αρχίσει να εξαντλεί τις δυνάμεις του Μάρτιν.

μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ahora que Trevor perdió el trabajo tiene que reducir sus salidas mensuales.
Τώρα που ο Τρέβορ έχασε τη δουλειά του, πρέπει να περιορίσει τα μηνιαία έξοδά του.

μετριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιορίζω, καταστέλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μείωση, ελάττωση, υποχώρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αραιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο κηπουρούς αραίωσε τα φιντάνια.

μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El banco ha reducido el interés de nuestra hipoteca.

μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La fábrica tuvo que reducir personal debido a una falta de demanda de sus productos.
Το εργοστάσιο έπρεπε να μειώσει (or: ελαττώσει) το προσωπικό του εξαιτίας της έλλειψης ζήτησης για τα προϊόντα του.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Han bajado las existencias hoy.
Η μετοχή έπεσε σήμερα.

υποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατηφορίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La colina desciende mucho en esta punto.

που υποχωρεί

(nivel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El nivel de las aguas del lago, que baja rápidamente, preocupa a la comunidad.

σβήνω, καταλαγιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los gritos fueron apagándose cuando la estrella de rock empezó a cantar.
Οι φωνές καταλάγιασαν όταν ο αστέρας της ροκ ξεκίνησε να τραγουδά.

υποχωρώ, καταλαγιάζω

(συναισθήματα, προβλήματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un año después de la muerte de su esposa, su pena empezó a sosegar.
Ένα χρόνο μετά το θάνατό της, ο πόνος του έχει αρχίσει να υποχωρεί.

φτωχαίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αμείωτος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιβραδύνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El capitán aminoró la marcha a medida que el barco se acercaba a tierra.

επιβραδύνω, κόβω ταχύτητα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Disminuyó la velocidad cuando se acercó al cruce.
Έκοψε ταχύτητα όταν έφτασε στη διασταύρωση.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disminuir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.