Τι σημαίνει το disposal στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης disposal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disposal στο Αγγλικά.

Η λέξη disposal στο Αγγλικά σημαίνει διάθεση, αποκομιδή, διάθεση, διάθεση, πώληση, διάταξη, στη διάθεση σου, στη διάθεση σου, πυροτεχνουργός, μονάδα πυροτεχνουργών, υπολειματική αξία, έχω, διαθέτω, αποχέτευση, σκουπιδοφάγος, διάθεση αποβλήτων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης disposal

διάθεση, αποκομιδή

noun (throwing out)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The council's rules relating to the disposal of household waste can be found on their website.
Οι αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου που αφορούν την απόρριψη οικιακών απορριμάτων είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του δήμου.

διάθεση

noun (waste removal, treatment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please follow the procedures for the correct disposal of hazardous materials.
Παρακαλώ ακολουθήστε τις διαδικασίες για την ορθή απόρριψη επικίνδυνων υλικών.

διάθεση

noun (availability for use)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The college has funds at its disposal to provide bursaries for poorer students.
Το κολέγιο έχει χρήματα στη διάθεσή του για να παρέχει υποτροφίες στους οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές.

πώληση

noun (finance: sale of assets)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company has completed the disposal of its assets.
Η εταιρεία ολοκλήρωσε τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της.

διάταξη

noun (arrangement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The general's disposal of the troops was well thought out.

στη διάθεση σου

adverb (available for your use)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'll leave the computer at your disposal.
Θα αφήσω τον υπολογιστή στη διάθεσή σου.

στη διάθεση σου

adverb (person: available to serve you)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Once I finish this work I will be at your disposal.
Μόλις τελειώσω αυτήν την εργασία θα είμαι στη διάθεσή σου.

πυροτεχνουργός

noun (person who defuses explosives)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μονάδα πυροτεχνουργών

noun (police squad: defuses explosives)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When the policeman found a suitcase abandoned in the airport, he called the bomb disposal unit.

υπολειματική αξία

noun ([sth]'s resale or residual worth)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έχω, διαθέτω

verbal expression (have [sth] available)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't have a car at your disposal, getting a job is very difficult.

αποχέτευση

noun (waste processing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
With the explosive population growth, sewage disposal is becoming increasingly difficult.

σκουπιδοφάγος

noun (kitchen sink unit for food waste)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A waste disposal can be fitted directly beneath the kitchen sink.

διάθεση αποβλήτων

noun (management of refuse)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Last year the local authority spent over £8 million on waste disposal.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disposal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.