Τι σημαίνει το permanent στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης permanent στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του permanent στο Αγγλικά.

Η λέξη permanent στο Αγγλικά σημαίνει μόνιμος, διαρκείας, μόνιμος, διαρκής, περμανάντ, σταθερά, μόνιμος, επί μονίμου βάσεως, πάγιο χαρακτηριστικό, ανεξίτηλος μαρκαδόρος, κατεργασία έτσι ώστε να μένει ατσαλάκωτος, κατεργασμένος έτσι ώστε να μένει ατσαλάκωτος, μόνιμη κατοικία, μόνιμη παραμονή, μόνιμη διαμονή, μόνιμη διαμονή, μόνιμη παραμονή, ιδιότητα μόνιμου κατοίκου, μόνιμο δόντι, περμανάντ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης permanent

μόνιμος

adjective (not temporary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Natasha has been temping at the company for three months and now she's been offered a permanent job there.
Η Νατάσα ήταν εποχιακή στην εταιρεία για τρεις μήνες και τώρα της προσέφεραν μόνιμη θέση εργασίας.

διαρκείας

adjective (long lasting) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
This is a permanent marker; it won't wash off.
Αυτός είναι μαρκαδόρος διαρκείας. Δεν βγαίνει.

μόνιμος, διαρκής

adjective (everlasting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ruins of the village were preserved as a permanent reminder of the atrocities that had taken place there. Many Christians believe in permanent life in the hereafter.
Τα χαλάσματα του χωριού διατηρήθηκαν ως μια μόνιμη υπενθύμιση των βιαιοπραγιών που είχαν γίνει εκεί.

περμανάντ

noun (dated (artificial curls) (παλαιότερη κόμμωση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Betty's new permanent really suits her.

σταθερά

noun ([sth] permanent)

In a life full of changes, Terry's faith was the one permanent he could cling to.

μόνιμος

noun (informal (permanent staff member)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
In many companies, permanents are paid better than temps.

επί μονίμου βάσεως

adverb (for good, indefinitely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάγιο χαρακτηριστικό

noun ([sth] which will remain unchanged)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A permanent feature of our new building will be the "statue garden" adjoining the main entrance.

ανεξίτηλος μαρκαδόρος

noun (indelible felt-tip pen)

Her mother used permanent marker to write her name in all her clothes before she went off to camp.

κατεργασία έτσι ώστε να μένει ατσαλάκωτος

noun (fabric: resistance to wrinkles)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Clothing with a permanent press shrinks in hot water.

κατεργασμένος έτσι ώστε να μένει ατσαλάκωτος

noun as adjective (fabric: resistant to wrinkles)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
These permanent-press shirts do not need ironing.

μόνιμη κατοικία

noun (usual or long-term address)

When we retired, we made our house on the coast our permanent residence.

μόνιμη παραμονή, μόνιμη διαμονή

noun (foreign national's right to stay in country)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μόνιμη διαμονή, μόνιμη παραμονή

noun (legal status)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
After five years in the country, Maria received permanent residency.

ιδιότητα μόνιμου κατοίκου

noun (foreign national's right to stay in country)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He finally gained permanent residency status last year, so he can live here as long as he likes.

μόνιμο δόντι

noun (adult tooth)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

περμανάντ

noun (dated (hairstyle: artificial curls)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the 1980's many girls had a permanent wave to make their hair curly.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του permanent στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του permanent

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.