Τι σημαίνει το distante στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης distante στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του distante στο πορτογαλικά.

Η λέξη distante στο πορτογαλικά σημαίνει μακρινός, απόμακρος, μακρινός, απόμακρος, μακρινός, αμέτοχος, μακρινός, μακριά, μακριά, μακριά από κπ/κτ, απόσταση, μακριά, απέχω πολύ, μακριά, απομακρυσμένος, απομονωμένος, μακρινός, μακρινός, χωρισμένος, απομακρυσμένος, απομονωμένος, αμυδρός, άπονος, ανάλγητος, που έχει κλειστεί στον εαυτό του, από εδώ, μακριά, με κάποια απόσταση, απέχω από κτ, πιο μακριά, ο μακρινότερος, ο πιο μακρινός, πιο μακρινός, σχετικά κοντινός, ο πιο μακρινός, μακριά, μακριά, σχετικά κοντινός σε, μακρινό μέλλον, μακρινό παρελθόν, άκρη, μακρινός ξάδερφος, μακρινός συγγενής, μακρινό μέρος, απομονωμένη περιοχή, μακριά από, τόσο μακριά όσο, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, πιο μακρινός, μακρινός, πιο απλησίαστος,απόμακρος, μακρινός συγγενής, απόμακρος, πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα, εξωτερικός, ξαδέρφια, πιο μακρινός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης distante

μακρινός, απόμακρος

adjetivo (espaço) (απόσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eles vieram para cá de um país distante.
Ήρθαν εδώ από μια μακρινή χώρα.

μακρινός

adjetivo (tempo) (χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Em um passado remoto, éramos amigos próximos.
Στο μακρινό παρελθόν υπήρξαμε στενοί φίλοι.

απόμακρος

adjetivo (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Janet parecia distante e não falava com ninguém que conhecia.

μακρινός

adjetivo (relação) (σχέση, συγγένεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Uma prima distante acaba de escrever para perguntar se pode fazer uma visita.
Μια μακρινή ξαδέρφη μόλις μου έγραψε για να ρωτήσει αν μπορεί να με επισκεφθεί.

αμέτοχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A maioria das crianças participou do jogo, mas Max estava distante.
Τα περισσότερα παιδιά συμμετείχαν στο παιχνίδι, αλλά ο Μαξ ήταν αμέτοχος.

μακρινός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Katya é americana, mas os pais dela são de uma terra distante. Tiros distantes puderam ser ouvidos.

μακριά

adjetivo (ο ένας από τον άλλο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μακριά

advérbio (σε απόσταση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu conseguia ver a linha dos prédios bem distante no horizonte.
Μπορούσα να δω τη γραμμή του ορίζοντα πέρα μακριά.

μακριά από κπ/κτ

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A vila onde cresci fica distante daqui.

απόσταση

advérbio

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O celeiro está um pouco distante daqui, portanto você levará no mínimo cinco minutos para chegar lá de carro.
Το αγρόκτημα είναι σε κάποια απόσταση, οπότε θα σας πάρει τουλάχιστον πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο για να φτάσετε.

μακριά

advérbio (longe no tempo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A igualdade sexual ainda está muitos anos distante.
Η ισότητα των φύλων απέχει πολλά χρόνια ακόμα.

απέχω πολύ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela se afastou para longe dele.
Περπάτησε μακριά του.

απομακρυσμένος, απομονωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μακρινός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακρινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απομακρυσμένος, απομονωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αμυδρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Há uma remota chance de você conseguir o emprego, mas como se saiu mal na entrevista, não acho provável.
Υπάρχει μια αμυδρή ελπίδα να πάρεις τη δουλειά, όμως δεν νομίζω ότι είναι πιθανό γιατί τα πήγες άσχημα στη συνέντευξη.

άπονος, ανάλγητος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει κλειστεί στον εαυτό του

(pessoa: não comunicativa) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desde o acidente, Ned se tornou retraído.
Μετά το ατύχημα, ο Νεντ έχει κλειστεί στον εαυτό του.

από εδώ

advérbio (απόσταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A minha família está muito longe.
Η οικογένειά μου είναι πολύ μακριά από εδώ.

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Podemos ir lá de bicicleta. São só 3 kilômetros de distância.
Μπορούμε να πάμε με το ποδήλατο. Είναι μόνο 2 μίλια μακριά.

με κάποια απόσταση

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απέχω από κτ

Quero perder peso, por isso estou evitando chocolate por um tempo.
Θέλω να χάσω βάρος, έτσι απέχω από τις σοκολάτες για κάποιο διάστημα.

πιο μακριά

locução adverbial (comparativo de longe)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
É longe? É mais distante do que aquela casa, ali?
Είναι μακριά; Είναι πιο πέρα από εκείνο εκεί το σπίτι;

ο μακρινότερος, ο πιο μακρινός

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πιο μακρινός

locução adjetiva (locação) (τοποθεσία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχετικά κοντινός

locução adjetiva (bem perto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο πιο μακρινός

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μακριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Springfields é longe (or: distante) daqui.
Το Σπρίνγκφιλντ είναι μακριά από εδώ.

μακριά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχετικά κοντινός σε

locução adjetiva (bem perto de)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το πάρκο είναι σχετικά κοντά, συνέχισε ευθεία και έπειτα στρίψε αριστερά.

μακρινό μέλλον

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μακρινό παρελθόν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άκρη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μακρινός ξάδερφος

Η αδερφή μου και ο άντρας της είναι μακρινά ξαδέρφια.

μακρινός συγγενής

μακρινό μέρος

απομονωμένη περιοχή

μακριά από

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Depois da briga eles decidiram ficar bem longe um do outro. Qualquer usina de energia nuclear deve estar localizada bem longe de áreas urbanas.
Μετά τη διαφωνία αποφάσισαν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλο. Τα πυρηνικά εργοστάσια θα έπρεπε να βρίσκονται μακριά από αστικά κέντρα.

τόσο μακριά όσο

locução prepositiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nossa nova mercearia é tão longe quanto a antiga.
Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό.

κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου

expressão verbal (figurado)

πιο μακρινός

locução adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Os cometas agem de forma diferente nos confins mais afastados do sistema solar.
Πρέπει να φύγεις από την πιο μακρινή πόρτα.

μακρινός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιο απλησίαστος,απόμακρος

locução adjetiva (pessoa: menos emocional) (πρόσωπο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακρινός συγγενής

locução adjetiva (parte distante de uma mesma família)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απόμακρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
À medida que vovó falava sobre sua infância, seu olhar ficava distante.

πολύ πιο μακριά, πολύ πιο πέρα, πολύ παραπέρα

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξωτερικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os planetas mais distantes de nosso sistema solar são Júpiter, Saturno, Urano e Netuno.
Οι εξωτερικοί πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος είναι ο Δίας, ο Κρόνος, ο Ουρανός και ο Ποσειδώνας.

ξαδέρφια

substantivo masculino (figurado) (μεταφορικά: κοινός πρόγονος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Algumas pessoas acham que os humanos e certos macacos são primos distantes.
Οι μπονόμπο και οι χιπατζήδες είναι ξαδέρφια.

πιο μακρινός

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jim chamou seus filhos no lado mais distante da piscina.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του distante στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.