Τι σημαίνει το dove στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dove στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dove στο Αγγλικά.
Η λέξη dove στο Αγγλικά σημαίνει περιστέρι, περιστερά, βουτάω, βουτώ, κάνω κατάδυση, πηδάω, βουτάω, βουτιά, καταγώγιο, καταγώγι, πτώση, κατάδυση, βουτιά, βουτιά, θέατρο, κάνω βουτιά, καταδύομαι, χάνω ύψος, κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γοργά, πέφτω με τα μούτρα, κάνω βουτιά, δεκαοχτούρα, απαλό γκρι, απαλός γκρι, λευκή περιστερά, ζεναιδούρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dove
περιστέριnoun (bird) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I could hear a dove cooing. Άκουγα το κουκούρισμα ενός περιστεριού. |
περιστεράnoun (figurative (person calling for peace) (μεταφορικά: ειρηνιστής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The hawks and the doves argued over the necessity of going to war. Τα γεράκια και οι περιστερές διαφώνησαν για την αναγκαιότητα του να προχωρήσουν σε πόλεμο. |
βουτάω, βουτώintransitive verb (plunge into water) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The boy dove from the top of the cliff into the sea. Το αγόρι βούτηξε στη θάλασσα από την κορυφή του γκρεμού. |
κάνω κατάδυσηintransitive verb (go scuba diving) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dave had the opportunity to dive on his last holiday. Ο Ντέιβ είχε την ευκαιρία να κάνει κατάδυση στις τελευταίες του διακοπές. |
πηδάω, βουτάωintransitive verb (plunge through air) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The acrobats dove into the nets. Οι ακροβάτες πήδηξαν στα δίχτυα. |
βουτιάnoun (jump into water) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The dive caused the water in the pool to splash. Τα νερά της πισίνας πετάχτηκαν από τη βουτιά. |
καταγώγιο, καταγώγιnoun (informal (squalid bar) (αποδοκιμασίας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Why did you ask me to meet you in this bar? It's a dive! |
πτώσηnoun (plane: descent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The pilot managed to regain control of the plane and stop its dive. |
κατάδυσηnoun (scuba diving) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The holiday company is organizing a dive for tomorrow. |
βουτιάnoun (dash, lunge) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The goalkeeper's dive for the ball came too late and he missed. |
βουτιάnoun (figurative (stocks, prices: sudden drop) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Share prices have taken a dive since the beginning of the global financial crisis. |
θέατροnoun (soccer, football: faked fall) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The player's dive earned him a yellow card from the referee. |
κάνω βουτιάintransitive verb (informal, figurative (stocks, price: go down) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Share prices in the company are diving after the CEO's sudden resignation. |
καταδύομαιintransitive verb (go underwater) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The submarine dove into the depths. |
χάνω ύψοςintransitive verb (figurative (plane: decend nose first) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The plane's engines failed and it began to dive. |
κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γοργάintransitive verb (move quickly) The spy dived into a doorway. Ο κατάσκοπος μπήκε γρήγορα σε μια είσοδο. |
πέφτω με τα μούτραintransitive verb (figurative (plunge into activity) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Martha dived into her new book and read all night. |
κάνω βουτιάintransitive verb (soccer, football: pretend to fall) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The player dived in the hope that the referee would award his team a free kick. |
δεκαοχτούραnoun (bird with black stripe on neck) (είδος πουλιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Eurasian collared dove was introduced to Florida in the 1960s and has now spread as far north as Wisconsin. |
απαλό γκριnoun (medium gray color) |
απαλός γκριadjective (medium gray in color) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
λευκή περιστεράnoun (white bird: symbol of peace) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζεναιδούραnoun (variety of pigeon) (ζωολογία: άγριο περιστέρι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dove στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του dove
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.