Τι σημαίνει το dough στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dough στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dough στο Αγγλικά.

Η λέξη dough στο Αγγλικά σημαίνει ζύμη, ζύμη, ψιλό, ζύμη για μπισκότα, πλαστελίνη, ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dough

ζύμη

noun (bread mixture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The baker shaped the dough and left it to rise.
Ο φούρναρης έπλασε τη ζύμη και την άφησε να φουσκώσει.

ζύμη

noun (pastry or biscuit mixture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah rolled the dough and placed it in the flan dish. Dan always keeps a batch of dough in the fridge so that he can make biscuits quickly if he has unexpected guests.
Η Σάρα άνοιξε τη ζύμη και την έβαλε στη φόρμα για τις τάρτες. Ο Νταν πάντα κρατάει μια δόση ζύμης στο ψυγείο για να μπορεί να φτιάξει στα γρήγορα μπισκότα αν έχει απρόσμενους επισκέπτες.

ψιλό

noun (slang (money) (αργκό: χρήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Could you lend me a little dough? I'll pay you back at the end of the month.
Θα μου δανείσεις κανένα ψιλό; Θα σε ξεπληρώσω στο τέλος του μήνα.

ζύμη για μπισκότα

noun (US (baking: made into cookies)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She cut the cookie dough into special shapes and baked them for the holiday party.

πλαστελίνη

noun (children's modelling clay)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Playdough is a great art supply for kids--easy to use and it has a nice odor.
Η πλαστελίνη είναι ένα πολύ καλό υλικό καλλιτεχνικής δημιουργίας για τα παιδιά – είναι εύκολο στη χρήση και μυρίζει ωραία.

ζύμη που έχεις ανοίξει με πλάστη

noun (dough flattened with rolling pin)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The chef threw the rolled dough into the air.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dough στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dough

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.