Τι σημαίνει το enfoncé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης enfoncé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enfoncé στο Γαλλικά.

Η λέξη enfoncé στο Γαλλικά σημαίνει χώνω, στριμώχνω, σφηνώνω, σφηνώνω, προκαλώ βαθούλωμα, προκαλώ βούλιαγμα, βαράω, κοπανάω, δημιουργώ εσοχή, χτυπώ με δύναμη, χτυπάω με δύναμη, καρφώνω, βυθίζω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, πιέζω, γκρεμίζω, ρίχνω, σφυροκοπώ, καθυστερώ, ενσωματωμένος, πιεσμένος, στο βάθος, που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος, βαθουλωτός, που έχει βαθούλωμα, που έχει βούλιαγμα, ενσωματωμένος, βαθουλωτός, σωριάζομαι, κάθομαι αναπαυτικά, επαναλαμβάνω κτ σε κπ, δηλώνω/επισημαίνω κάτι ήδη προφανές, αποτελειώνω, σκουντάω, σκουντώ, καρφώνω, καρφώνω, κάνω κπ να εμπεδώσει κτ, πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο, καρφώνω, χώνω, μπήγω, καρφώνω, βυθίζω κτ σε κτ, σκουντάω, σκουντώ, βουλιάζω σε κτ, βυθίζομαι σε κτ, χώνω, χώνω κτ σε κτ, καρφώνω, πιέζω κτ σε κτ, χώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης enfoncé

χώνω, στριμώχνω, σφηνώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le charpentier a enfoncé un coin dans la poutre.

σφηνώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan a enfoncé le livre entre les autres sur l'étagère.
Ο Άλαν σφήνωσε το βιβλίο ανάμεσα στα υπόλοιπα που ήταν τοποθετημένα στο ράφι.

προκαλώ βαθούλωμα, προκαλώ βούλιαγμα

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La collision a cabossé la voiture.
Η σύγκρουση προκάλεσε ένα βαθούλωμα στο αυτοκίνητο.

βαράω, κοπανάω

(un objet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter a enfoncé la porte et elle s'est ouverte brusquement.
Ο Πίτερ βάρεσε (or: κοπάνησε) την πόρτα και την άνοιξε διάπλατα.

δημιουργώ εσοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δημιούργησε μια εσοχή στο καπάκι χρησιμοποιώντας σφυρί και καλέμι.

χτυπώ με δύναμη, χτυπάω με δύναμη

verbe transitif (με το κεφάλι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La chèvre enfonça la porte et l'ouvrit avec ses cornes.

καρφώνω

verbe transitif (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le campeur enfonça son pieu dans la terre.

βυθίζω

(έμφαση στο βάθος τοποθέτησης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le maçon posa la brique sur le mortier et l'enfonça.
Ο χτίστης τοποθέτησε το τούβλο στο κονίαμα και το ενσωμάτωσε.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω

(une porte, une voiture,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fallu pousser la voiture jusqu'au garage le plus proche alors qu'il pleuvait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ.

γκρεμίζω, ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η αστυνομία έριξε την πόρτα όταν έκανε έφοδο στο σπίτι.

σφυροκοπώ

(à coups de marteau)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le forgeron martelait l'acier pour qu'il prenne la forme d'un fer à cheval.

καθυστερώ

verbe transitif (χρονικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le travail m'accable ces temps-ci.

ενσωματωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε τα ενσωματωμένα στο στέμμα πετράδια.

πιεσμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Gardez le bouton de la souris enfoncé pour tracer les contours de l'objet.

στο βάθος

adjectif (à l'intérieur)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je l'ai trouvé ! Il est enfoncé dans la foule, vers le milieu.
Τον βρήκα! Είναι στο βάθος του πλήθους, κοντά στο κέντρο.

που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En observant le jardin, on peut voir le bouleau enfoncé contre la barrière.

βαθουλωτός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Edward regarda Gillian avec ses yeux enfoncés.

που έχει βαθούλωμα, που έχει βούλιαγμα

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενσωματωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

βαθουλωτός

(joue) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La maladie donnait une apparence creuse au visage de Jean.

σωριάζομαι

verbe pronominal (πέφτω, κάθομαι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle s'enfonça dans le vieux fauteuil et souffla.

κάθομαι αναπαυτικά

verbe pronominal (dans un fauteuil)

Elle s'enfonça dans le fauteuil, ferma les yeux et s'endormit rapidement.

επαναλαμβάνω κτ σε κπ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο πατέρας μας, ένας έξυπνος αλλά αμόρφωτος άνθρωπος, μας επαναλάμβανε συνέχεια την αξία της καλής εκπαίδευσης.

δηλώνω/επισημαίνω κάτι ήδη προφανές

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποτελειώνω

locution verbale (figuré, familier) (μεταφορικά: ηθικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκουντάω, σκουντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Σάρλοτ σκούντησε τον Άνταμ για να την προσέξει.

καρφώνω

verbe transitif (un clou)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καρφώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κπ να εμπεδώσει κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben enfonça son doigt dans le gâteau pour voir s'il était cuit.
Ο Μπεν πίεσε το πάνω μέρος του κέικ με το δάκτυλο για να δει αν ήταν έτοιμο.

καρφώνω

verbe transitif (un clou) (καρφί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ron enfonçait les clous dans la planche.
Ο Ρον κάρφωσε τα καρφιά στον πίνακα.

χώνω, μπήγω, καρφώνω

(κάτι μέσα σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cuisinier planta (or: enfonça) le couteau dans la mangue.
Ο μάγειρας έχωσε (or: έμπηξε) το μαχαίρι στο μάνγκο.

βυθίζω κτ σε κτ

(έμφαση στο βάθος τοποθέτησης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le jardinier creusa un trou et y inséra la plante.
Όταν φτιάχτηκε ο τοίχος, ο χτίστης ενσωμάτωσε μια διακοσμητική πέτρα, ακριβώς πάνω από το παράθυρο.

σκουντάω, σκουντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle lui mit un petit coup de parapluie pour le réveiller.
Τον σκούντηξε με την ομπρέλα της για τον ξυπνήσει.

βουλιάζω σε κτ, βυθίζομαι σε κτ

(sur un canapé, un lit) (μεταφορικά)

Elle s'affala sur son lit, épuisée.

χώνω

(familier : dans une poche) (κάτι/κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose a noté le numéro de téléphone sur un bout de papier et l'a enfoncé (or: fourré) dans son sac.
Η Ρόουζ σημείωσε τον τηλεφωνικό αριθμό και έχωσε το χαρτάκι στην τσάντα της.

χώνω κτ σε κτ

Le clou avait été fermement enfoncé dans le mur.

καρφώνω

(clous, etc.) (καρφί, μαχαίρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a enfoncé le clou dans le mur.

πιέζω κτ σε κτ

Enfoncez les pépites de chocolat dans les muffins avant de les cuire.

χώνω

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally enfonça ses mains dans la terre.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enfoncé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του enfoncé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.