Τι σημαίνει το envolvido στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης envolvido στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του envolvido στο πορτογαλικά.

Η λέξη envolvido στο πορτογαλικά σημαίνει ενδιαφέρομαι, ασχολούμαι με κτ, μπλεγμένος σε κτ, απορροφημένος, απασχολημένος, μπλεγμένος σε κτ, είμαι αναμεμειγμένος σε κτ, έχω σχέση, συμμετέχων, μπλέκομαι με κτ/κπ, είμαι μπλεγμένος με κτ/κπ, ενδιαφερόμενος, αφοσιωμένος σε κτ, που έχει εμπλακεί σε κτ, χωμένος βαθιά σε κτ, είμαι μπλεγμένος σε κτ, είμαι απασχολημένος με κτ, είμαι αφοσιωμένος σε κτ, ανεξάρτητος, ανένταχτος, ανέντακτος, τρελά ερωτευμένος, μη εμπλεκόμενος, ανακατεμένος με, μπερδεμένος με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης envolvido

ενδιαφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela está muito envolvida na administração da escola.
Ασχολείται πολύ με τη διοίκηση του σχολείου.

ασχολούμαι με κτ

adjetivo

A companhia estava envolvida em negociações de uma possível fusão.

μπλεγμένος σε κτ

Ο διευθυντής έχει μπλέξει σε διαμάχη με τους καθηγητές.

απορροφημένος, απασχολημένος

(figurado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ela estava muito envolvida nos seus planos para o Natal.
Ήταν πολύ απασχολημένη με τα σχέδιά της για τα Χριστούγεννα.

μπλεγμένος σε κτ

adjetivo (μεταφορικά)

O senador rapidamente foi envolvido num escândalo.

είμαι αναμεμειγμένος σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω σχέση

(num relacionamento)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu sairia com você, se não estivesse comprometida com outra pessoa.
Θα έβγαινα μαζί σου, αλλά έχω σχέση με κάποιον.

συμμετέχων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

μπλέκομαι με κτ/κπ

(figurado) (αρνητικές καταστάσεις)

είμαι μπλεγμένος με κτ/κπ

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενδιαφερόμενος

adjetivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Todas as partes envolvidas (or: implicadas) estavam na mesa.
Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη βρίσκονταν στο τραπέζι.

αφοσιωμένος σε κτ

adjetivo

Estava tão absorto no que Owen estava dizendo que perdi meu ônibus.

που έχει εμπλακεί σε κτ

locução adjetiva (implicado numa situação)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωμένος βαθιά σε κτ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι μπλεγμένος σε κτ

(numa situação complicada)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι απασχολημένος με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι αφοσιωμένος σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tom está muito envolvido em seu relacionamento. Audrey está muito envolvida em seu trabalho.

ανεξάρτητος, ανένταχτος, ανέντακτος

locução adjetiva (πολιτικό κόμμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελά ερωτευμένος

locução adjetiva (apaixonado)

μη εμπλεκόμενος

adjetivo (não implicado)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ανακατεμένος με, μπερδεμένος με

locução adjetiva (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Δε θέλει να είναι ανακατεμένος με μια επιχειρηματική συμφωνία που μπορεί να είναι απάτη.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του envolvido στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.