Τι σημαίνει το equipar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης equipar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του equipar στο πορτογαλικά.

Η λέξη equipar στο πορτογαλικά σημαίνει εφοδιάζω, εξοπλίζω, εφοδιάζω κπ/κτ με κτ, εξοπλίζω κπ/κτ με κτ, παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ, εφοδιάζω, βελτιώνω απόδοση, πειράζω, φτιάχνω, προμηθεύω, εφοδιάζω, εξοπλίζω, εξοπλίζω, εξοπλίζω κπ με κτ, εξοπλίζω, εξοπλίζω, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, εξοπλίζω, επιπλώνω, εξοπλίζω, εφοδιάζω, βάζω έξτρα, εξοπλίζω, εφοδιάζω κπ με κτ, παρέχω άλογα, βάζω θερμοστάτη σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης equipar

εφοδιάζω, εξοπλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A equipe está arrecadando dinheiro para equipar a expedição.

εφοδιάζω κπ/κτ με κτ, εξοπλίζω κπ/κτ με κτ

παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Minha educação não me preparou para lidar com esses conflitos.

εφοδιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βελτιώνω απόδοση, πειράζω, φτιάχνω

(melhorar o motor, etc.) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προμηθεύω, εφοδιάζω, εξοπλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele equipou a casa inteira com novos móveis.
Εξόπλισε όλο το σπίτι με καινούρια έπιπλα.

εξοπλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξοπλίζω κπ με κτ

verbo transitivo

εξοπλίζω

verbo transitivo (εγώ κάτι άλλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O novo carro foi equipado com motor turbocharge.
Το καινούριο αυτοκίνητο είχε μηχανή τούρμπο.

εξοπλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os jogadores estavam começando a se preparar para o grande jogo.
Οι παίκτες άρχιζαν να προετοιμάζονται για τον μεγάλο αγώνα.

εξοπλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιπλώνω

(BRA) (έπιπλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ron mobiliou a casa dele com carpetes novos.
Ο Ρον εξόπλισε το σπίτι του με νέα χαλιά.

εξοπλίζω, εφοδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa de aluguel de ski proveu a Rosa todo o equipamento necessário.
Η εταιρεία ενοικίασης σκι εφοδίασε την Ρόζα με όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό.

βάζω έξτρα

(carros, gíria) (για αυτοκίνητο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξοπλίζω

(με όργανα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εφοδιάζω κπ με κτ

παρέχω άλογα

expressão verbal (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω θερμοστάτη σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του equipar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.