Τι σημαίνει το escolher στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης escolher στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escolher στο πορτογαλικά.

Η λέξη escolher στο πορτογαλικά σημαίνει διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω, επιλέγω ανάμεσα σε κτ, διαλέγω ανάμεσα σε κτ, είμαι επιλεκτικός, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, διαλέγω, επιλέγω, επιλέγω, διαλέγω, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω, προτείνω, προτείνω κπ να κάνει κτ, -, βάζω βασικό, ποντάρω σε κτ, αποφασίζω, επιλέγω, διαλέγω, ξεχωρίζω, διαλέγω, επιλέγω, επιλέγω, διαλέγω, καταλήγω σε κτ, εφορεύω, διαλέγω, επιλέγω, επιλέγω, επιλέγω, διαλέγω, διαλέγω προσωπικά, επιλέγω προσωπικά, τυχαιοποιώ, περνάω κάτι για. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης escolher

διαλέγω, επιλέγω

verbo transitivo (ένα μεταξύ πολλών)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acho que ele vai escolher o suéter azul.
Νομίζω ότι θα διαλέξει (or: επιλέξει) το μπλε πουλόβερ.

διαλέγω, επιλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você não pode ficar com os dois; tem que escolher.
Δεν μπορείς να πάρεις και τα δύο, πρέπει να διαλέξεις.

επιλέγω ανάμεσα σε κτ, διαλέγω ανάμεσα σε κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele precisa escolher entre as três opções.
Πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στις τρεις εναλλακτικές.

είμαι επιλεκτικός

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Restaurantes de salada deixam que o cliente escolha dentre uma variada seleção de vegetais.

διαλέγω, επιλέγω

(selecionar, escolher)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαλέγω, επιλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαλέγω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tenho tantos favoritos que é difícil escolher.
Έχω τόσα πολλά αγαπημένα που μου είναι δύσκολο να διαλέξω.

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela escolheu o carro azul em vez do vermelho.
Διάλεξε το μπλε αντί για το κόκκινο αυτοκίνητο.

διαλέγω, επιλέγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A senhora Arnolds escolheu as maçãs mais suculentas do barril.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η κ. Άρνολντς διάλεξε μέσα από το βαρέλι με τα μήλα, για να βρει τα πιο ζουμερά. Ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί διάλεξε εκείνον κι όχι εμένα.

διαλέγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles foram escolher seu anel de noivado.
Πήγαν να διαλέξουν το δαχτυλίδι των αρραβώνων της.

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor escolheu Ken como seu assistente de pesquisa.
Ο καθηγητής επέλεξε τον Κεν ως βοηθό ερευνητή.

διαλέγω, επιλέγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Εφόσον είχε κρύο έξω, επέλεξα (or: διάλεξα) μακρύ παντελόνι αντί για κοντό.

διαλέγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brenda tem que escolher seu sabor favorito de sorvete.
Η Μπρέντα πρέπει να διαλέξει την αγαπημένη της γεύση παγωτού.

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προτείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προτείνω κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Λέω να πας εσύ να μας φέρεις λίγο παγωτό.

-

verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Διάλεξε τα αγαπημένα σου και σου τα αγοράσω.

βάζω βασικό

verbo transitivo (esporte) (παίκτης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O técnico escolheu seu melhor lançador.
Ο προπονητής ξεκίνησε τον καλύτερο ρίπτη του.

ποντάρω σε κτ

verbo transitivo

Richard escolheu o palomino para vencer.

αποφασίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιλέγω, διαλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεχωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Figuras importantes do partido apontaram o jovem senador como um possível futuro presidente.

διαλέγω, επιλέγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιλέγω, διαλέγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tendo a escolha entre um carro vermelho e um azul, Rachel escolheu o vermelho.
Δοθείσης της επιλογής μεταξύ κόκκινου και μπλε αυτοκινήτου, η Ρέιτσελ επέλεξε το κόκκινο.

καταλήγω σε κτ

εφορεύω

(de museu, etc.) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαλέγω, επιλέγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nós estamos confiando no testemunho selecionado (or: escolhido) de várias vítimas.
Βασιζόμαστε σε μαρτυρίες που επιλέχθηκαν από διάφορες πηγές.

επιλέγω

(formal) (κάτι ή να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles se decidiram por um cruzeiro nas férias.
Επέλεξαν μια κρουαζιέρα για τις διακοπές τους.

επιλέγω, διαλέγω

(κάτι αντί για κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Προτιμήσαμε ένα μικρότερο, πιο οικονομικό αμάξι.

διαλέγω προσωπικά, επιλέγω προσωπικά

expressão verbal (selecionar pessoalmente)

τυχαιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω κάτι για

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu escolhi mal o carro por um mais novo e paguei caro por ele.
Πέρασα το αυτοκίνητο για νεότερο μοντέλο και το πλήρωσα πολύ ακριβά.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escolher στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.