Τι σημαίνει το espalhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης espalhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espalhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη espalhar στο πορτογαλικά σημαίνει αλείφω, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, απλώνω, σκορπίζω, σκορπάω, σκορπώ, μεταδίδω, εξαπλώνω, αλείφω, διαδίδω τα νέα, ρέω, σκορπίζω, σκορπώ, σκορπάω, βάζω ανά διαστήματα, πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ, σκορπίζω κτ σε κτ, σκορπάω, σκορπώ, σκορπίζω, διαμορφώνω φυτό σε σκαλιέρα, πασαλείβω, πασαλείφω, διαχέω, σκορπίζομαι σε κτ, απλώνομαι σε κτ, σκορπίζω, διασκορπίζω, διαλύω, βάζω, ακουμπώ, διανέμω, κουβαλάω, ανακοινώνω, διαδίδω, πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ, πασαλείβω, ξεφουρνίζω, καρφώνω, διασκορπίζω, διαλύω, διαδίδω, σκορπάω, σκορπώ, σκορπίζω, διαχέομαι σε κτ, ανοίγω, πασπαλίζω κτ με κτ, διαδίδω, τρίβω κτ μέχρι να απορροφηθεί, απλώνω κτ πάνω σε κτ, ραντίζω, κυκλοφορώ, μαθαίνομαι, υποδαυλίζω, σκορπάω, σκορπώ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πολλαπλασιάζομαι, διαχέομαι, ξεφουρνίζω, καρφώνω, εξαπλώνω, διαδίδω, καλύπτω, ισιώνω, εξαπλώνομαι, αλείφομαι, μεταδίδομαι, εξαπλώνομαι, σκορπίζομαι, απλώνομαι, σκορπίζομαι, απλώνομαι, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, μεταδίδομαι, εξαπλώνομαι σε κτ, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, τεντώνομαι, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, απλώνομαι, κυκλοφορώ, δυσκολεύομαι, εγκαταλείπω, χωρίζομαι, μεταφέρομαι, πασαλείβομαι, κατακλύζω, εκτείνομαι, ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι, εξαπλώνομαι, οργιάζω, σαρώνω, σπέρνω φήμη, διαδίδω φήμη, μεταδίδομαι, σπάω, σπέρνω, επηρεάζω, σκορπίζω στάχτη σε κτ, διαφημίζω, αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης espalhar

αλείφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não acho uma faca para espalhar essa pasta de amendoim.
Δεν μπορώ να βρω μαχαίρι για να αλείψω αυτό το φυστικοβούτυρο.

απλώνομαι, εξαπλώνομαι

verbo transitivo (estender)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A água se espalhou pelo piso.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η έρημος εκτείνεται σε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

απλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O treinador espalhou os jogadores pelo campo.

σκορπίζω, σκορπάω, σκορπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Meu pai está espalhando sementes pelo jardim.

μεταδίδω, εξαπλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os animais infectados espalharam a doença pelo país.
Τα μολυσμένα ζώα μεταδίδουν την ασθένεια σε όλη τη χώρα.

αλείφω

verbo transitivo (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele espalhou manteiga na torrada.
Άλειψε το ψωμί του με βούτυρο.

διαδίδω τα νέα

(fazer com que os outros saibam)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρέω

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκορπίζω, σκορπώ, σκορπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω ανά διαστήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ

σκορπίζω κτ σε κτ

(esparramar ou espalhar)

Espalhei algumas pétalas de rosa no travesseiro dela enquanto ela estava no banheiro.
Έριξα μερικά ροδοπέταλα στο μαξιλάρι της όταν ήταν στο μπάνιο.

σκορπάω, σκορπώ, σκορπίζω

verbo transitivo (κάτι πάνω σε κάτι, κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαμορφώνω φυτό σε σκαλιέρα

verbo transitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πασαλείβω, πασαλείφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκορπίζομαι σε κτ, απλώνομαι σε κτ

(pessoas: dispersar sobre área)

Os Neandertais se espalharam gradualmente ao longo de praticamente toda a Europa.
Οι Νεάτερνταλ σκορπίστηκαν (or: απλώθηκαν) σταδιακά σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη.

σκορπίζω, διασκορπίζω, διαλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω, ακουμπώ

verbo transitivo (γύρω-γύρω σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διανέμω

(figurado; informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie espalhou a foto pouco lisonjeira de seu irmão por todas as mídias sociais.

κουβαλάω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακοινώνω, διαδίδω

verbo transitivo (informações)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mallory espalhou o segredo de seu colega para toda a classe.

πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ

verbo transitivo (de forma descuidada)

πασαλείβω

verbo transitivo (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harriet espalhou a tinta na parede.

ξεφουρνίζω, καρφώνω

(divulgar algo) (αποκαλύπτω, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασκορπίζω, διαλύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A luz do sol logo dispersou a densa névoa.
Το φως του ήλιου σύντομα διέλυσε την πυκνή ομίχλη.

διαδίδω

(mentiras: espalhar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκορπάω, σκορπώ, σκορπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαχέομαι σε κτ

ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ανοίξτε τα δάχτυλά σας όσο πιο πολύ μπορείτε.

πασπαλίζω κτ με κτ

(κτ με σκόνη)

Oliver salpicou açúcar no seu cereal matinal.
Ο Όλιβερ πασπάλισε ζάχαρη πάνω στα δημητριακά του πρωινού του.

διαδίδω

(divulgar: um rumor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρίβω κτ μέχρι να απορροφηθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απλώνω κτ πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ραντίζω

(ψεκάζω κτ σε κτ)

Harry pingou algumas gotas de essência de baunilha na sua mistura do bolo.
Ο Χάρρυ έριξε μερικές σταγόνες εσάνς βανίλιας στο μείγμα της τούρτας του.

κυκλοφορώ, μαθαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando circulou a informação de que ela estava fazendo biscoitos, todas as crianças apareceram na porta dela.
Όταν μαθεύτηκε πως έψηνε κουλουράκια, όλα τα παιδιά εμφανίστηκαν στην πόρτα της.

υποδαυλίζω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A organização foi acusada de disseminar ódio nacional.
Ο οργανισμός κατηγορήθηκε ότι καλλιεργεί το εθνικό μίσος.

σκορπάω, σκορπώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os atiradores de bombas jorraram destruição.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Βρέχει άντρες.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

πολλαπλασιάζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαχέομαι

(figurativo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφουρνίζω, καρφώνω

(ser indiscreto) (αποκαλύπτω, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαπλώνω, διαδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O óleo logo cobriu o lago inteiro.

ισιώνω

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela alisou a cobertura sobre o bolo com uma espátula.

εξαπλώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cristianismo gradualmente se espalhou pela Europa. O incêndio se espalhou pela casa.
Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε σταδιακά στην Ευρώπη. Η φωτιά εξαπλώθηκε σε όλο το σπίτι.

αλείφομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A margarina se espalha mais fácil que a manteiga.

μεταδίδομαι, εξαπλώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O vírus se espalhou pela escola.

σκορπίζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O alfaiate derrubou sua caixa de alfinetes e eles se espalharam por todo o lugar.
Ο ράφτης έριξε κάτω το κουτί με τις καρφίτσες και σκορπίστηκαν παντού.

απλώνομαι

(deitar estendendo braços e pernas)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alex se esparramou no sofá vendo TV.
Ο Άλεξ απλώθηκε στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση.

σκορπίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απλώνομαι, εξαπλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεταδίδομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O entusiasmo do Johnny por pesca começou a se espalhar e as outras crianças também queriam varas.
Ο ενθουσιασμός του Τζόνι για το ψάρεμα άρχισε να μεταδίδεται και τα άλλα παιδιά ήθελαν και αυτά καλάμι ψαρέματος.

εξαπλώνομαι σε κτ

(fogo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απλώνομαι, εξαπλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A cidade se estendeu em todas as direções. O jardim se estendeu para fora da casa com árvores e camas de flores, terminando finalmente no rio.
Ο κήπος εκτεινόταν πέρα από το σπίτι, με δέντρα και με παρτέρια με λουλούδια, και τελικά κατέληγε στον ποταμό.

τεντώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O gato se espalha no cobertor como um leão ao sol.
Η γάτα τεντώνεται στην κουβέρτα όπως ένα λιοντάρι στον ήλιο.

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

(gíria, vulgar, fazer mal feito, ofensivo) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela fodeu com o exame.
Τα έκανε μαντάρα στο διαγώνισμα.

απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os jogadores se separaram.
Οι παίκτες απλώθηκαν.

κυκλοφορώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Essa epidemia nojenta de gripe está se espalhando.
Κυκλοφορεί μια άσχημη γρίπη.

δυσκολεύομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εγκαταλείπω

verbo pronominal/reflexivo (insetos, deixar o ninho)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As abelhas se espalharam para fora da colmeia.

χωρίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos nos dividir para podermos cobrir uma área maior. Não temos muito tempo.
Ας χωριστούμε για να καλύψουμε μεγαλύτερη περιοχή. Δεν έχουμε πολλή χρόνο.

μεταφέρομαι, πασαλείβομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A sujeira de suas roupas espalhou-se pelos móveis.
Η βρωμιά από τα ρούχα του μεταφέρθηκε στα έπιπλα.

κατακλύζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Προσπάθησε να μην αφήσεις τα προσωπικά σου προβλήματα να κατακλύσουν την επαγγελματική σου ζωή.

εκτείνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η γη μας εκτείνεται από το ποτάμι ως τον δρόμο.

ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι

(aumentar rapidamente) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Novos edifícios espalharam-se rapidamente pela cidade nos últimos anos.

εξαπλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A glicínia alastrou-se na frente da casa.

οργιάζω, σαρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A epidemia se espalhou pela Europa.

σπέρνω φήμη, διαδίδω φήμη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Φημολογείται (Or: λέγεται) πως θα παραιτηθεί ο πρωθυπουργός της χώρας.

μεταδίδομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O estilo musical rapidamente se difundiu para vários continentes.

σπάω

expressão verbal (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando jogo sinuca, sempre gosto de espalhar as bolas.

σπέρνω

(plantar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É muito cedo para semear para uma boa colheita.

επηρεάζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando você trabalha de casa, é fácil deixar o trabalho espalhar-se para o tempo em família.

σκορπίζω στάχτη σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαφημίζω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ

(με μικρές κινήσεις)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espalhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.