Τι σημαίνει το espancar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης espancar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espancar στο πορτογαλικά.

Η λέξη espancar στο πορτογαλικά σημαίνει χτυπάω, χτυπάω, δέρνω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, επιτίθεμαι, κατατροπώνω κπ σε κτ, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, τις βρέχω σε κπ, δέρνω, γρονθοκοπώ, χτυπάω, βαράω, κοπανάω, δέρνω, χτυπάω, δέρνω, ραβδίζω, δέρνω, χτυπάω, σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο, δέρνω, χτυπάω, ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης espancar

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O juiz condenou Willis a cinco anos de prisão por espancar sua vítima com um taco de baseball.
Ο δικαστής καταδίκασε τον Γουίλις σε πέντε χρόνια φυλάκισης επειδή χτύπησε το θύμα του με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ.

χτυπάω, δέρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O esposo da mulher a tinha espancado por anos até que ela finalmente procurou ajuda.
Ο σύζυγος της γυναίκας την έδερνε για χρόνια μέχρι που τελικά ζήτησε βοήθεια.

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτίθεμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατατροπώνω κπ σε κτ

(figurado)

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lydia bateu na porta, exigindo que a deixassem entrar. As ondas batiam nas pedras.
Η Λυδία χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να μπει μέσα.

τις βρέχω σε κπ

(informal: bater, espancar) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δέρνω

verbo transitivo (dar palmadas como castigo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellen bateu no seu filho quando descobriu que ele tinha feito bullying com uma criança mais nova na escola.
Η Έλεν έδειρε τον γιο της όταν ανακάλυψε πως εκφόβιζε μικρότερα παιδιά στο σχολείο.

γρονθοκοπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η συμμορία τον γρονθοκόπησε και τον άφησε στον δρόμο, θεωρώντας πως είναι νεκρός.

χτυπάω, βαράω, κοπανάω, δέρνω

verbo transitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me batiam escola.

χτυπάω, δέρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ραβδίζω, δέρνω, χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο

(informal) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Um grupo de jovens bateu em Henry.
Μια ομάδα νέων έσπασε στο ξύλο (or: πλάκωσε) τον Χένρι.

δέρνω, χτυπάω

verbo transitivo (κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έφαγε ξύλο από μια συμμορία νεαρών.

ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espancar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.