Τι σημαίνει το especial στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης especial στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του especial στο πορτογαλικά.

Η λέξη especial στο πορτογαλικά σημαίνει ξεχωριστός, ιδιαίτερος, συγκεκριμένο, καλός, στενός, κοντινός, ξεχωριστός, καλύτερος, ανώτερος, ιδιαίτερος, αυτό το κάτι, ιδιαίτερος, αυτός και κανένας άλλος, ιδιαίτερος, ακριβής, εξειδικευμένος, ειδική έκδοση, αφιέρωμα, ειδικά, εξαίρεση, ειδική περίπτωση, τακτική στρατιωτική δύναμη, ένθετο, σύντομη εμφάνιση, έκτακτη εμφάνιση, ειδικού ενδιαφέροντος, υπερανάληψη, ειδικά εφέ, κάτι ιδιαίτερο, ελεγκτής της κυβέρνησης, ειδική επιτροπή, ειδική έκδοση, ειδικό τεύχος, ειδική μεταχείριση, δικαστήριο τροχαίων παραβάσεων, εκλεκτή χρονιά, εκλεκτή σοδειά, πιάτο ημέρας, υψηλή τιμή, έκτακτη εμφάνιση, ειδική περίσταση, ιδιαίτερη περίσταση, ειδική προσφορά, ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια, το κάτι παραπάνω, αυτό το κάτι παραπάνω, τίποτα το αξιοσημείωτο, τίποτα το ιδιαίτερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης especial

ξεχωριστός, ιδιαίτερος

adjetivo (excepcional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Meus filhos são todos especiais para mim.
Για μένα όλα τα παιδιά μου είναι ξεχωριστά.

συγκεκριμένο

adjetivo (específico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Está procurando alguma coisa especial?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Χρειάζονται ειδικά εργαλεία.

καλός, στενός, κοντινός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεχωριστός, καλύτερος, ανώτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο τύπος νομίζει πως είναι κάτι το ιδιαίτερο.

ιδιαίτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As regras usuais não se aplicam a este caso especial.

αυτό το κάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela não era apenas uma estrela. Ela simplesmente tinha aquele algo especial.
Δεν ήταν απλά σταρ. Είχε αυτό το κάτι.

ιδιαίτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Preste uma atenção especial no que estou prestes a lhe dizer.
Δώσε ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό που πρόκειται να σου πω.

αυτός και κανένας άλλος

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aquela garota acha mesmo que é especial.

ιδιαίτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nem todos podem ser goleiros. Isso requer uma habilidade especial.
Δε μπορούν όλοι να είναι τερματοφύλακες. Απαιτείται ιδιαίτερο ταλέντο.

ακριβής

(preciso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξειδικευμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ειδική έκδοση

αφιέρωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ειδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εξαίρεση, ειδική περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τακτική στρατιωτική δύναμη

(militar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ένθετο

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
O jornal de domingo estava cheio de cadernos especiais.
Η κυριακάτικη εφημερίδα ήταν φουσκωμένη από όλα τα ένθετα.

σύντομη εμφάνιση, έκτακτη εμφάνιση

(ator: breve aparição) (ηθοποιού)

ειδικού ενδιαφέροντος

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερανάληψη

(bancário)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tenho somente $5 em minha conta; terei que usar meu cheque especial para pagar minhas contas até o dia do pagamento.
Έχω μόνο 5 δολάρια στον λογαριασμό μου. Πρέπει να κάνω υπερανάληψη για να πληρώσω τους λογαριασμούς μου από τώρα μέχρι την ημέρα που θα πληρωθώ.

ειδικά εφέ

substantivo masculino (ilusão, efeito visual reproduzido)

κάτι ιδιαίτερο

substantivo masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελεγκτής της κυβέρνησης

substantivo masculino, substantivo feminino (investigador governamental)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ειδική επιτροπή

(assembléia formada para um caso específico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ειδική έκδοση, ειδικό τεύχος

substantivo feminino (jornal, revista: edição especial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ειδική μεταχείριση

substantivo masculino (gentileza preferencial ou permissão)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δικαστήριο τροχαίων παραβάσεων

(EUA, tribunal que lida com infrações de trânsito)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκλεκτή χρονιά, εκλεκτή σοδειά

substantivo feminino (safra particular para um vinho fino)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιάτο ημέρας

(restaurante)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
O especial do dia é marsala de frango servido com arroz pilaf.

υψηλή τιμή

(custo elevado pago por algo de alta qualidade)

έκτακτη εμφάνιση

substantivo feminino (TV, filme, etc.: performance de ator convidado)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ειδική περίσταση, ιδιαίτερη περίσταση

substantivo feminino (importante evento ou celebração)

ειδική προσφορά

ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες

expressão (dificuldade de aprendizado)

καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το κάτι παραπάνω, αυτό το κάτι παραπάνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τίποτα το αξιοσημείωτο, τίποτα το ιδιαίτερο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του especial στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.