Τι σημαίνει το especializado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης especializado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του especializado στο ισπανικά.

Η λέξη especializado στο ισπανικά σημαίνει ειδικός, τεχνικός, ειδικός, εξειδικευμένος, ειδικευμένος, εξειδικευμένος, συντεχνία, που απαιτεί ειδικές γνώσεις, δεξιοτέχνης, ειδικευμένος εργάτης, χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες, μη εξειδικευμένος, steakhouse, τεχνικός όρος, δημόσιο σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με εξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών, επαγγελματική ενασχόληση, εξειδικευμένος έμπορος, επαγγελματικό έντυπο, για ανειδίκευτους εργάτες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης especializado

ειδικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los candidatos reciben entrenamiento especializado para poder usar el equipo.

τεχνικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El científico utilizó muchas palabras técnicas, lo que dificultó que le entendieran los no especializados.
Ο επιστήμονας χρησιμοποίησε πολλούς τεχνικούς όρους κάτι που έκανε το να τον καταλάβουν δύσκολο για τους μη ειδικούς.

ειδικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vas a necesitar una herramienta especializada para remover el marco.
Θα χρειαστείς ειδικό εργαλείο για να αφαιρέσεις το περίβλημα.

εξειδικευμένος, ειδικευμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Recablear una casa requiere conocimientos especializados.

εξειδικευμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El estudio de los insectos en la pintura del siglo XIX es un interés bastante especializado.

συντεχνία

adjetivo (επαγγελματικός κλάδος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La revista especializada era leída por todos en la industria.
Όλοι στο επάγγελμα διάβαζαν το περιοδικό της συντεχνίας.

που απαιτεί ειδικές γνώσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esto es un empleo cualificado, por lo que necesitamos a alguien con conocimientos para desempeñarlo.
Αυτή είναι μια απαιτητική εργασία και χρειαζόμαστε κάποιον που να έχει τη σωστή κατάρτιση για να την εκτελέσει.

δεξιοτέχνης

(σε κάτι)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Mi madre es muy hábil a la hora de coser y hacer pasteles.
Η μητέρα μου είναι μαστόρισσα στην τέχνη του ραψίματος και του ψησίματος.

ειδικευμένος εργάτης

χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta pieza es fácil de tocar, incluso para un pianista relativamente inexperto.

μη εξειδικευμένος

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

steakhouse

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τεχνικός όρος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δημόσιο σχολείο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με εξειδικευμένο πρόγραμμα σπουδών

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επαγγελματική ενασχόληση

nombre masculino

Este es un puesto especializado, no para advenedizos.

εξειδικευμένος έμπορος

επαγγελματικό έντυπο

για ανειδίκευτους εργάτες

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του especializado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.