Τι σημαίνει το especial στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης especial στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του especial στο ισπανικά.

Η λέξη especial στο ισπανικά σημαίνει ξεχωριστός, ιδιαίτερος, καλός, στενός, κοντινός, ξεχωριστός, καλύτερος, ανώτερος, αφιέρωμα, ιδιαίτερος, αξιοπρόσεκτος, απαραίτητος, αναγκαίος, αυτός και κανένας άλλος, συγκεκριμένο, προσφορά, ειδική έκδοση, σε προσφορά, SAS, σχολαστική προσοχή, κάτι ιδιαίτερο, ελεγκτής της κυβέρνησης, εξαίρεση, ειδική περίπτωση, ιδιαίτερη περίπτωση, ειδική επιτροπή, ειδική έκδοση, ειδικό τεύχος, χάρη σε ειδική περίπτωση, ειδική άδεια/εξουσιοδότηση, ειδική μεταχείριση, τακτική στρατιωτική δύναμη, υπεραστικό τηλεφώνημα, μονάδα πυροτεχνουργών, ομάδα πυροτεχνουργών, σπάνιο χάρισμα, μοναδικό χάρισμα, έκτακτη εμφάνιση, ειδική αγωγή, ειδική περίσταση, ιδιαίτερη περίσταση, πιάτο ημέρας, ξεχωριστός καλεσμένος, ειδική παράδοση, τίποτα το ιδιαίτερο, αξιομνημόνευτη μέρα, τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο, κερδίζω το πρώτο βραβείο, δίνω προσοχή, προσέχω, δίνω προσοχή, προσέχω, ειδική ομάδα, ξεχωρίζω, συγκεκριμένος, ιδιαίτερη μεταχείριση, ειδική μεταχείριση, προνομιακή μεταχείριση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης especial

ξεχωριστός, ιδιαίτερος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todos mis hijos son especiales para mí.
Για μένα όλα τα παιδιά μου είναι ξεχωριστά.

καλός, στενός, κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leah está jugando con su amiga especial.

ξεχωριστός, καλύτερος, ανώτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese muchacho se cree especial.
Ο τύπος νομίζει πως είναι κάτι το ιδιαίτερο.

αφιέρωμα

(televisión)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hay un especial animado esta noche.

ιδιαίτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las normas habituales no aplican en este caso especial.

αξιοπρόσεκτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su especial visión sobre la crianza de niños hace que sus libros sean muy convincentes.

απαραίτητος, αναγκαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo que me gusta de nuestra relación es que él de verdad me hace sentir especial.
Αυτό που μου αρέσει στη σχέση μας είναι πως με κάνει να νοιώθω ότι του είμαι απαραίτητη (or: αναγκαία).

αυτός και κανένας άλλος

adjetivo de una sola terminación (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Esa chica de verdad se cree especial.

συγκεκριμένο

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Estás buscando algo en particular?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original.Χρειάζονται ειδικά εργαλεία.

προσφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay una oferta especial en el precio de las naranjas en el mercado.
Τα πορτοκάλια σήμερα τα είχαν σε προσφορά στην αγορά.

ειδική έκδοση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La noticia era tan especial que publicaron un extraordinario.
Τα νέα ήταν τόσο ξεχωριστά που τύπωσαν ειδική έκδοση.

σε προσφορά

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

SAS

(συντομογραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El abuelo de Brian sirvió en el Servicio Especial Aéreo durante la Segunda Guerra Mundial.

σχολαστική προσοχή

Presta especial atención a las instrucciones porque te las diré una sola vez.
Πρέπει να δείξεις σχολαστική προσοχή στις οδηγίες, γιατί θα τις επαναλάβω μόνο μια φορά. Έδειχνε σχολαστική προσοχή στην δουλειά της, εξασφαλίζοντας ότι ήταν πάντα τέλεια.

κάτι ιδιαίτερο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Supe que tenía algo especial desde la primera vez que lo vi.

ελεγκτής της κυβέρνησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El agente especial bajó del avión en Miami

εξαίρεση, ειδική περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No suelo pedirte dinero, pero éste es un caso especial.

ιδιαίτερη περίπτωση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ειδική επιτροπή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El consejo municipal creó una comisión especial con el encargo de reducir el nivel de contaminación de la ciudad.

ειδική έκδοση, ειδικό τεύχος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Leí un buen artículo en la edición especial de la revista "Descubrir".

χάρη σε ειδική περίπτωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Como un favor especial lo dejaron quedarse despierto hasta tarde en su cumpleaños.

ειδική άδεια/εξουσιοδότηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ειδική μεταχείριση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τακτική στρατιωτική δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marina envió un cuerpo especial para enfrentar el ataque.

υπεραστικό τηλεφώνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Para obtener información debes llamar a un número con tarifa especial.

μονάδα πυροτεχνουργών

(ES)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cuando un policía encontró una maleta abandonada en el aeropuerto, llamó a la Unidad Especial de Desactivadores de Explosivos.

ομάδα πυροτεχνουργών

(ES)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Cuando un policía encontró una maleta abandonada en el aeropuerto, llamó a la Unidad Especial de Desactivadores de Explosivos.

σπάνιο χάρισμα, μοναδικό χάρισμα

nombre masculino

Tenía un don especial para las relaciones sociales y pronto llegó a ser presidente del club.

έκτακτη εμφάνιση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
¡Esta noche será espectacular, pues contaremos con la actuación especial de Archibaldo el payaso!

ειδική αγωγή

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ειδική περίσταση, ιδιαίτερη περίσταση

πιάτο ημέρας

(PR)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ξεχωριστός καλεσμένος

Nuestro invitado especial en el programa de esta noche es el actor y músico Jack Black.

ειδική παράδοση

τίποτα το ιδιαίτερο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
No pasó nada excepcional esa noche.

αξιομνημόνευτη μέρα

τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No se necesita nada en especial para completar este decorado.

κερδίζω το πρώτο βραβείο

locución verbal (ES) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jugaba a las tragamonedas todas las noches pero todavía no se sacó la especial.

δίνω προσοχή, προσέχω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estaba prestando especial atención ¡pero todavía no entiendo cómo hizo el mago para levantar tu reloj!

δίνω προσοχή, προσέχω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor de matemáticas dijo que debíamos prestar especial atención a los signos negativos.

ειδική ομάδα

El alcalde formó un cuerpo especial para quitar la prostitución de las calles de la ciudad.
Ο δήμαρχος δημιούργησε μια ειδική ομάδα για να εξαλείψει την πορνεία από τους δρόμους της πόλης.

ξεχωρίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεκριμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Estás buscando un libro en particular, o sólo estás mirando?
Ψάχνεις ένα συγκεκριμένο βιβλίο ή απλώς ρίχνεις μια ματιά;

ιδιαίτερη μεταχείριση, ειδική μεταχείριση, προνομιακή μεταχείριση

(literal)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του especial στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του especial

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.