Τι σημαίνει το estranho στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estranho στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estranho στο πορτογαλικά.

Η λέξη estranho στο πορτογαλικά σημαίνει άγνωστος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, ξένος, ξένος, περίεργος, παράξενος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, ξένος, παράξενος, περίεργος, ξένος, ξένος, άγνωστος, απομακρυσμένος, άγνωστος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, ξένος, διαφορετικός, φρικιό, περίεργος, παράξενος, ξένος, άγνωστος, άγνωστος, ασυνήθιστος, άγνωστος, περίεργος, ιδιαίτερος, περίεργα, παράξενα, αλλοπρόσαλλος, αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος, Παράξενο!, ξένος, που πάει στραβά, που δεν πάει καλά, εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος, ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, λοξός, λοξή, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, περίεργος, παράξενος, γλείφτης, γλείφτρα, αλλόκοτος, παράδοξος, απίστευτος, απίθανος, ασυνήθιστος, παράξενος, αλλόκοτος, παλαβός, αλλόκοτος, άγνωστος, φρικιό, παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο, παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα, περιέργως, ξένο σώμα, παράξενη εξωτερική εμφάνιση, πιο παράξενος, πιο περίεργος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estranho

άγνωστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Minha mãe me avisou para nunca falar com gente estranha.

περίεργος, παράξενος

adjetivo (inesperado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Que estranho! Quem ia esperar isso?

περίεργος, παράξενος

adjetivo (fora do comum)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Um dos docinhos tinha uma forma estranha (or: esquisita).
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ήταν πολύ ασυνήθιστη η συμπεριφορά του σήμερα.

ξένος

adjetivo (alienado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Acho esse lugar estranho.

ξένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele estava em terra estrangeira e não falava o idioma.

περίεργος, παράξενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele ficou em casa numa noite de sexta-feira? Isto é estranho!
Έμεινε σπίτι Παρασκευή βράδυ; Περίεργο (or: παράξενο)...

παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Patricia assistiu ao vaso voar pela sala por vontade própria. "Bem, isso é estranho," ela pensou.
Η Πατρίσια είδε το βάζο να πετάει μέσα στο δωμάτιο από μόνο του. «Λοιπόν, αυτό είναι περίεργο,» σκέφτηκε.

ξένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράξενος, περίεργος

adjetivo (aparência, aspecto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξένος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Alan se mudou para a vila há somente dois anos e ainda é considerado um estranho.
Ο Άλαν μετακόμισε στο χωριό μόλις πριν από δυο χρόνια μόνο και ακόμη θεωρείται ένος.

ξένος, άγνωστος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
O homem a porta era um estranho; Karen nunca o tinha visto antes.
Ο άνδρας στην πόρτα ήταν ένας άγνωστος. Η Κάρεν δεν τον είχε δει ποτέ πριν.

απομακρυσμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άγνωστος

substantivo masculino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος

adjetivo (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Toby sempre está fazendo coisas estranhas; ele é muito estranho.
Ο Τόμπυ πάντα κάνει περίεργα πράγματα. Είναι πολύ ιδιόρρυθμος.

ξένος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Todo mundo queria saber mais sobre o estranho que se mudou para o povoado.
Όλοι ήθελαν να μάθουν περισσότερα για τον ξένο που είχε μετακομίσει στο χωριό.

διαφορετικός

substantivo masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φρικιό

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περίεργος, παράξενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ouvimos alguns sons estranhos lá fora!
Ακούσαμε κάτι παράξενους ήχους έξω!

ξένος, άγνωστος

(προς κπ/κτ, σε κπ/κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Essas ideias são estranhas para nossa forma de pensar.
Αυτές οι ιδέες είναι ξένες προς τον τρόπο σκέψης μας.

άγνωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os modos estranhos das pessoas da cidade confundiam Charlotte.
Οι διαφορετικοί τρόποι των κατοίκων της κωμόπολης προκάλεσαν σύγχυση στη Σάρλοτ.

ασυνήθιστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Comer insetos é tão estranho para nós.

άγνωστος

adjetivo (ideia)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Macroeconomia é um conceito estranho para a maioria das pessoas.

περίεργος, ιδιαίτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dorothy tinha maneiras estranhas, ela claramente não estava acostumada a companhias refinadas.

περίεργα, παράξενα

(figurado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu me sinto um pouco estranho; acho melhor me deitar.

αλλοπρόσαλλος

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Minha impressora está estranha ultimamente; às vezes funciona, às vezes não.

αλλόκοτος, παράξενος, περίεργος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu descobri no Facebook um velho amigo que não via há anos, e no dia seguinte, antes que ele tivesse visto minha mensagem, nós nos topamos na rua, foi muito estranho!

Παράξενο!

(καθομ: για κατάσταση)

Andrea te deu uma garrafa de vinho apesar de você não beber álcool? Estranho!
Η Άντρεα σου έφερε ένα μπουκάλι κρασί ενώ δεν πίνεις αλκοόλ; Κουλό!

ξένος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που πάει στραβά, που δεν πάει καλά

adjetivo (errado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκκεντρικός

adjetivo (pessoa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράξενος, περίεργος

adjetivo (fora do comum)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Que estranho ela não ter ido para casa direto do trabalho!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο καθηγητής έκανε κάτι κουλό χτες· δεν μας έβαλε ασκήσεις για το σπίτι.

ιδιόμορφος, χαρακτηριστικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ασχολείται με μια παράξενη δουλειά με μεταχειρισμένα αμάξια.

παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος

(pessoa bizarra)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era um sujeito estranho (or: esquisito). Não parava de perguntar a hora.
Αυτός ο τύπος ήταν πολύ παράξενος. Ρωτούσε συνέχεια την ώρα.

αλλόκοτος, παράξενος

(fantástico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A aparência do Ciclope é tão estranha, com apenas um único olho na testa.
Ο Κύκλωπας φαίνεται τόσο παράξενος με μόνο ένα μάτι στο μέτωπό του.

περίεργος, παράξενος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esse cara é meio engraçado. Vamos a algum outro lugar.

λοξός, λοξή

(καθομ, μειωτικό, μτφ)

ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τι κάνει η ζουρλοπαντιέρα ο θείος σου; Ακόμα έτσι ιδιόρρυθμος είναι;

περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A arte é fascinante, mas a exposição é curiosa.
Τα έργα τέχνης είναι εξαιρετικά, αλλά η έκθεσή τους είναι περίεργη.

περίεργος, παράξενος

(pessoa: estranho)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Há um homem curioso vestindo uma roupa de palhaço na rua.
Υπάρχει ένας περίεργος άνδρας που φορά ένα κουστούμι κλόουν στο δρόμο.

γλείφτης, γλείφτρα

(αργκό, μτφ, προσβλ)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Só um esquisito para rir das piadas idiotas do chefe.
Μόνο ένας γλείφτης θα γελούσε με τα ηλίθια αστεία του αφεντικού.

αλλόκοτος, παράδοξος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Um gato de três patas? Que estranho!
Μια γάτα με τρία πόδια; Αυτό είναι αλλόκοτο (or: παράδοξο)!

απίστευτος, απίθανος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aquele homem tem uma semelhança misteriosa com meu pai; se eu não soubesse que papai está morto há quinze anos, eu juraria que era ele!
Αυτός ο άντρας έχει απίστευτη ομοιότητα με τον πατέρα μου. Εάν δεν ήξερα ότι ο μπαμπάς είναι νεκρός εδώ και δέκα πέντε χρόνια θα ορκιζόμουν ότι ήταν αυτός!

ασυνήθιστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παράξενος, αλλόκοτος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Houve um acidente bizarro (or: estranho) entre um ônibus e um monociclo.
Έγινε ένα μυστήριο ατύχημα με ένα μονόκυκλο και ένα λεωφορείο.

παλαβός, αλλόκοτος

adjetivo (pessoa: excêntrica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άγνωστος

adjetivo (pessoa, coisa) (σε κπ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A banda começou a tocar uma música que era desconhecida (or: estranha) para mim.
Η μπάντα άρχισε να παίζει μια μελωδία που μου ήταν άγνωστη.

φρικιό

adjetivo (pessoa) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esse cara esquisito fica me olhando.
Αυτό το φρικιό συνεχίζει να με κοιτάζει επίμονα.

παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο

(algo errado ou inesperado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα

(informal: surpreendente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

περιέργως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ξένο σώμα

(objetos encontrados no tubo digestivo ou nas vias respiratórias)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παράξενη εξωτερική εμφάνιση

(físico ou visual incomum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιο παράξενος, πιο περίεργος

adjetivo (συγκριτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A espaçonave alienígena era estranha, mas o que havia dentro era mais estranho ainda.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estranho στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.