Τι σημαίνει το corpo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corpo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corpo στο πορτογαλικά.

Η λέξη corpo στο πορτογαλικά σημαίνει σώμα, σώμα, όργανο, σώμα, σώμα, σώμα, σώμα, σώμα, κορμί, σώμα, η σάρκα, σώμα, μήκος σώματος, σορός, σέρνομαι, κωλώνω, αποφεύγω, σχολείο, σώμα με σώμα, ολόσωμος, που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέση, ασώματος, ψυχή τε και σώματι, πολιτικό σώμα, πυροσβεστικός σταθμός, πεζοναύτης των ΗΠΑ, σωματικός πόνος, διπλωματικό σώμα, πυροσβεστική, μάχη σώμα με σώμα, στρατός ξηράς, γυμνό σώμα, αντικαταστάτης ηθοποιού, σωσίας, επιτροπή λήψης αποφάσεων, ξένο σώμα, υγιές σώμα, ουράνιο σώμα, σέξυ σώμα, σέξυ κορμί, μάζα νερού, μαθητές, φοιτητές, ανθρώπινο σώμα, διοικητική αρχή, κυβερνώσα δύναμη, μέρος του σώματος, πεζοναύτες, Σώμα Εκπαίδευσης Πολιτών, Δούμα, body-shaming, ολόσωμος, παχαίνω, κάνω body shaming σε κπ, ξεφεύγω από κτ, γλυτώνω από κτ, σώμα επιθεωρητών, infighter, in-fighter, παλεύω με κπ, μούρη με μούρη, Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών, μούρη με μούρη, τεντωμένος, απλωμένος, ολόσωμος, σχολή, διδακτικό προσωπικό, τεμπελιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corpo

σώμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jody toma conta do seu corpo, fazendo exercícios.
Η Τζόντι φροντίζει το κορμί της κάνοντας γυμναστική.

σώμα, όργανο

(organização)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A Corte Mundial é o único corpo jurídico global.
Το Διεθνές Δικαστήριο είναι ένας παγκόσμιος δικαστικός φορέας.

σώμα

substantivo masculino (física)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O sistema solar é feito de nove corpos planetários.
Η Γη είναι ένα ουράνιο σώμα.

σώμα

substantivo masculino (figurado, texto) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σώμα

substantivo masculino (vinho) (οινογνωσία: μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Αυτό το κρασί έχει πλούσιο σώμα.

σώμα

substantivo masculino (unidade militar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ένα επίλεκτο σώμα φρουρών συνοδεύει παντού την πρόεδρο.

σώμα, κορμί

substantivo masculino (abreviatura, informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σώμα

substantivo masculino (organização)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το σώμα των επιστημόνων - ερευνητών μας, μας δίνει αναφορά κάθε μήνα.

η σάρκα

substantivo masculino

O pregador admoestou quanto às tentações da carne.
Ο κατηχητής μιλούσε ακατάπαυστα για τους πειρασμούς της σάρκας.

σώμα

substantivo masculino (corpo de uma pessoa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela não gosta quando você toca seu corpo.
Δεν της αρέσει όταν αγγίζεις το σώμα της.

μήκος σώματος

substantivo masculino (corrida de cavalo) (ως μέτρο μήκους)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
O cavalo venceu por um corpo.
Το άλογο κέρδισε κατά ένα μήκος σώματος.

σορός

substantivo masculino (formal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σέρνομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela não teve vontade de fazer nada, só se arrastou o dia inteiro.

κωλώνω

(evitar o envolvimento de forma covarde) (αργκό, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποφεύγω

(evitar responsabilizar-se por: algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχολείο

(corpo estudantil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Toda a escola ficou furiosa quando o diretor foi despedido.

σώμα με σώμα

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ακόμα και με τα σύγχρονα όπλα, οι στρατιώτες πρέπει να μάθουν την τεχνική της μάχης σώμα με σώμα.

ολόσωμος

locução adjetiva (por todo o corpo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που απεικονίζει το άτομο μέχρι τη μέση

locução adjetiva (retrato: da cintura para cima)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασώματος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψυχή τε και σώματι

expressão (dedicar-se com afinco) (καθαρεύουσα, λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Η Μιράντα αφιερώθηκε με όλο της το είναι στην εκτέλεση του τραγουδιού.

πολιτικό σώμα

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πυροσβεστικός σταθμός

πεζοναύτης των ΗΠΑ

(EUA, figurativo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σωματικός πόνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διπλωματικό σώμα

πυροσβεστική

μάχη σώμα με σώμα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
As artes marciais irão treinar você no combate corpo a corpo.

στρατός ξηράς

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

γυμνό σώμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντικαταστάτης ηθοποιού, σωσίας

substantivo masculino e feminino (για γυμνές σκηνές)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιτροπή λήψης αποφάσεων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξένο σώμα

(objetos encontrados no tubo digestivo ou nas vias respiratórias)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υγιές σώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ουράνιο σώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σέξυ σώμα, σέξυ κορμί

É mais importante ter uma personalidade legal do que um corpo sexy.

μάζα νερού

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαθητές, φοιτητές

(estudantes de uma instituição coletiva)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ανθρώπινο σώμα

substantivo masculino

διοικητική αρχή

(υπηρεσία)

κυβερνώσα δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέρος του σώματος

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πεζοναύτες

substantivo próprio (ως σώμα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

Σώμα Εκπαίδευσης Πολιτών

(programa de segurança interna)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Δούμα

expressão

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

body-shaming

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ολόσωμος

locução adjetiva (mostrando o corpo inteiro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παχαίνω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Assim que ela começou a receber refeições regulares, a cara antes ossuda dela ganhou corpo e suavizou sua aparência.
Όταν άρχισε να τρώει τακτικά γεύματα, το άλλοτε κοκαλιάρικο πρόσωπό της στρογγύλεψε και η εικόνα της μαλάκωσε.

κάνω body shaming σε κπ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεφεύγω από κτ, γλυτώνω από κτ

(figurado: evitar)

σώμα επιθεωρητών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

infighter, in-fighter

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παλεύω με κπ

locução verbal (literal)

Horace lutou corpo-a-corpo com o oponente dele no ringue de wrestling. Os policiais lutaram corpo-a-corpo com os protestantes para deixá-los atrás da barreira.
Ο Οράτιος πάλευε με τον αντίπαλό του στο ρινγκ. Οι αστυνομικοί πάλεψαν με τους διαδηλωτές για να τους κρατήσουν πίσω από το εμπόδιο.

μούρη με μούρη

locução adverbial (intimamente próximo) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σώμα Εκπαίδευσης Αξιωματικών

expressão (instituição)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μούρη με μούρη

locução adjetiva (intimamente próximo) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τεντωμένος, απλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Εκεί ήταν, ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά στον καναπέ.

ολόσωμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mandy quer fazer um bronzeamento de corpo inteiro.
Η Μάντι θέλει να κάνει ολόσωμο μαύρισμα.

σχολή

substantivo masculino (conjunto de professores) (τμήμα πανεπιστημίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O Departamento de História faz parte da Escola de Ciências Sociais.

διδακτικό προσωπικό

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τεμπελιάζω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corpo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του corpo

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.