Τι σημαίνει το estrella στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης estrella στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estrella στο ισπανικά.
Η λέξη estrella στο ισπανικά σημαίνει αστέρι, αστέρι, πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια, αστέρι, αστέρι, αστέρι, αστέρι, πεπρωμένο, καλύτερος, πρώτος, σταρ, ντίβα, κορυφαίος, τροχίσκος σπιρουνιού, χρυσό αστέρι, ήρωας, ηρωίδα, τρακάρω, σπάω, καταστρέφω, διαλύω, καλλιτρίχη, αστερίας, πολικός αστέρας, σούπερσταρ, στάρλετ, Πολικός Αστέρας, εξέχουσα προσωπικότητα, διάττων αστέρας, φωτεινό παράδειγμα, αστέρι του κινηματογράφου, αστέρας νετρονίων, πολικός αστέρας, Βόρειο Άστρο, γλυκάνισος, το αστέρι της Βηθλεέμ, το αστέρι του Δαβίδ, φιλική συμμετοχή, είδος αστερία, ξεπεσμένος σταρ, τραγουδιστής που έκανε μία μόνο επιτυχία, ανερχόμενο αστέρι, λαμπρό αστέρι, κορυφαίος παίκτης, κορυφαία παίκτρια, Aφροδίτη, πυξίδα, αστέρι του βορρά, Χρυσό Αστέρι, διαχρονικός, νάνος, αστέρι της Βηθλεέμ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης estrella
αστέριnombre femenino (φυσική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El sol es una más entre muchas estrellas. Ο Ήλιος είναι ένα από τα πολλά αστέρια. |
αστέριnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ella es una gran estrella de Hollywood. Είναι ένας μεγάλος σταρ του Χόλιγουντ. |
πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστριαnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Nuestra hija es la estrella del espectáculo. |
αστέριnombre femenino (σχήμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los artistas trazaron una estrella en el lienzo. |
αστέριnombre femenino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Duane es la estrella en ventas del equipo. |
αστέριnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Es un general de cuatro estrellas. |
αστέριnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El restaurante tiene dos estrellas Michelín. En Londres, nos alojamos en un hotel de cinco estrellas. |
πεπρωμένο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ve a la ciudad y sigue tu estrella. |
καλύτερος, πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ella es la mejor alumna de la clase. Είναι το αστέρι της τάξης. |
σταρ
|
ντίβαnombre femenino (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se creía una estrella que podía andar mandoneando a todos. |
κορυφαίος(figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es una tiradora estrella. Είναι κορυφαίος σκοπευτής. |
τροχίσκος σπιρουνιού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρυσό αστέρι(informal) (όχι στην Ελλάδα) A Silvia le dieron una estrellita por su proyecto. |
ήρωας, ηρωίδα(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Es el héroe del pueblo. |
τρακάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Roger estrelló su moto y tuvo que retirarse de la carrera. Ο Ρότζερ τράκαρε τη μοτοσυκλέτα του και έπρεπε να αποσυρθεί απ' τον αγώνα. |
σπάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él estrelló el jarrón contra la pared. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο αέρας που φύσηξε κομμάτιασε το μικρό γυάλινο διακοσμητικό στην αυλή. |
καταστρέφω, διαλύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reprobar el examen arruinó la oportunidad de Adrian de entrar a la universidad. Η αποτυχία του Άντριαν στην εξέταση κατέστρεψε τις πιθανότητές του να μπει στο πανεπιστήμιο. |
καλλιτρίχη(υδρόβιο φυτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αστερίαςlocución nominal femenina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Vimos distintos tipos de estrellas de mar en la playa. Είδαμε διάφορα είδη από αστερίες στην παραλία. |
πολικός αστέρας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σούπερσταρlocución nominal femenina (coloquial) |
στάρλετ
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Πολικός Αστέρας(αστερισμός, μικρή άρκτος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εξέχουσα προσωπικότηταlocución nominal femenina (figurado) Martin Luther King fue una de las estrellas guía del movimiento a favor de los derechos civiles. |
διάττων αστέραςlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Estuve toda la noche de ayer tratando de ver una estrella fugaz. |
φωτεινό παράδειγμαlocución nominal femenina (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αστέρι του κινηματογράφου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ahora que era una estrella de cine, todos querían regalarle cosas. |
αστέρας νετρονίωνlocución nominal femenina (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La estrella de neutrones surge cuando explota una estrella supergigante. |
πολικός αστέραςnombre propio femenino Uno puede orientarse de noche siguiendo la Estrella Polar. |
Βόρειο Άστροlocución nominal femenina (astronomía) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Puedes encontrar el norte mirando la estrella polar. |
γλυκάνισοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El anís estrella le da sabor a muchas cosas, incluyendo el ouzo griego. |
το αστέρι της Βηθλεέμlocución nominal femenina (θρησκεία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los Reyes Magos siguieron la estrella de Belén para llegar al establo donde había nacido Jesús. |
το αστέρι του Δαβίδlocución nominal femenina (θρησκεία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La estrella de David se caracteriza por tener 6 puntas. |
φιλική συμμετοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hace poco James Franco salió como actor invitado en la telenovela Hospital General. |
είδος αστερίαnombre femenino (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξεπεσμένος σταρ
El reparto incluía varias estrellas venidas a menos. |
τραγουδιστής που έκανε μία μόνο επιτυχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando salió la canción fue un éxito y la banda creyó que serían exitosos de por vida, pero lamentablemente terminaron siendo artistas de un sólo éxito. |
ανερχόμενο αστέρι(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαμπρό αστέριlocución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά) Su trayectoria artística fue la estrella guía que marcó el sendero a tantas generaciones de cantantes. |
κορυφαίος παίκτης, κορυφαία παίκτρια
|
Aφροδίτηlocución nominal femenina (πλανήτης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πυξίδα(figurado, que guía) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αστέρι του βορρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Χρυσό Αστέριnombre propio femenino (παράσημο) La Unión Soviética les otorgaba la Estrella de Oro a los Héroes del estado comunista. |
διαχρονικός(artista escénico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νάνος(astronomía) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las estrellas muy pequeñas se conocen como astros enanos. |
αστέρι της Βηθλεέμlocución nominal femenina (μεταφορικά: φυτό) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estrella στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του estrella
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.