Τι σημαίνει το exceder στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης exceder στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του exceder στο πορτογαλικά.
Η λέξη exceder στο πορτογαλικά σημαίνει υπερβαίνω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερισχύω, πρωτεύω, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερέχω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεφεύγω από κτ, υπερβάλλω στην ερμηνεία, τεντώνομαι υπερβολικά, προσπερνάω, προσπερνώ, ξεπερνώ στο τρέξιμο, υπερβαίνω, επισκιάζω, είμαι πρώτος, έρχομαι πρώτος, ξεπερνάω, ξεπερνώ, ξεπερνώ, ξεπερνάω το χρόνο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης exceder
υπερβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O funcionário passou do limite de sua autoridade quando tentou dizer a um colega como se comportar no trabalho. Ο εργαζόμενος υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του όταν προσπάθησε να πει σ' ένα συνάδελφο πως να συμπεριφέρεται στη δουλειά. |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A busca pelo novo telefone excedeu nosso suprimento. Η ζήτηση για το νέο μας τηλέφωνο έχει υπερβεί την προσφορά. |
υπερισχύω, πρωτεύω(με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A importância deste projeto excede quaisquer preocupações que você possa ter quanto aos custos envolvidos. Η σημασία αυτού του πρότζεκτ υπερισχύει των όποιων ανησυχιών ίσως έχεις για τα σχετικά έξοδα. |
περνάω, περνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susan excedeu seu prazo. Η Σούζαν υπερέβη την προθεσμία της. |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo (despesa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patrick excedeu o orçamento. |
ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερτερώ, υπερέχωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερτερώ, υπερέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A velocidade do carro ultrapassava a de qualquer outro veículo que Lydia tivesse possuído. Η ταχύτητα του αυτοκινήτου ξεπερνά την ταχύτητα κάθε οχήματος που είχε παλιότερα στην κατοχή της η Όλγα. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O aluno supera todos os outros na sala. Αυτός ο μαθητής υπερέχει όλων των άλλων στο τμήμα του. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφεύγω από κτ
A palestra do professor ultrapassou o entendimento de Alex. Η διάλεξη του καθηγητή ξεπέρασε τα όρια κατανόησης του Άλεξ. |
υπερβάλλω στην ερμηνεία(agir de forma teatral) (θέατρο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τεντώνομαι υπερβολικά
|
προσπερνάω, προσπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνώ στο τρέξιμοverbo transitivo (correr mais que alguém) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επισκιάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A apresentação dele excedeu a do cantor que veio antes dele. Η ερμηνεία του επισκίασε τον τραγουδιστή πριν από αυτόν. |
είμαι πρώτος, έρχομαι πρώτος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) O aluno superou sua turma. Ο μαθητής ήρθε πρώτος στην τάξη του. |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O novo edifício vai superar a torre antiga em dois andares. Το νέο κτίριο θα είναι ψηλότερο από το παλιό κατά δύο ορόφους. |
ξεπερνώlocução verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεπερνάω το χρόνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O discurso principal excedeu o limite em dez minutos. Η κύρια ομιλία ξεπέρασε τον χρόνο κατά δέκα λεπτά. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του exceder στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του exceder
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.