Τι σημαίνει το fala στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fala στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fala στο πορτογαλικά.

Η λέξη fala στο πορτογαλικά σημαίνει διάλεκτος, ιδιόλεκτος, ομιλία, εκφορά, ομιλία, ομιλία, ομιλία, γλώσσα, ατάκα, λόγια, διάλεκτος, λόγος, ομιλία, ρόλος με λόγια, μουρμουρητό, ψέλλισμα, αγγλόφωνος, άφωνος, αραβόφωνος, γλυκομίλητος, που δεν μιλάει ευθέως και ανοιχτά, Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα, το να τραβάω τις λέξεις, ομιλία των μωρών, πάρλα, ειλικρίνεια, ευθύτητα, απώλεια λόγου, απαλή φωνή, ένορκη βεβαίωση, συννεφάκι σκέψης, αποκλεισμός από πλατφόρμα δικτύωσης, αποκλείω από τις πλατφόρμες δικτύωσης, Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!, έλα!, όχι δα!, φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε, μπερδεμένη ομιλία, λογοθεραπεία, σκάω στα γέλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fala

διάλεκτος, ιδιόλεκτος

(modo de falar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομιλία

substantivo feminino (pronúncia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As pessoas tendem a ter a fala enrolada depois de algumas cervejas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το παιδί έχει προβλήματα στην άρθρωση και το παρακολουθεί λογοθεραπεύτρια.

εκφορά

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A fala das palavras dele era baixa, porém clara.

ομιλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A maior parte da fala dos jovens é cheia de gírias.
Ο λόγος των περισσότερων νέων είναι γεμάτος λέξεις της αργκό.

ομιλία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A fala é uma das coisas que separa os humanos e os animais.
Η ομιλία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν τους ανθρώπους από τα ζώα.

ομιλία

substantivo feminino (modo de falar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sua fala tornou óbvio que ela era de Nova York.

γλώσσα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Michelle sempre consegue dizer a coisa certa. Ela tem uma fala macia.

ατάκα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela continuava esquecendo a fala que tinha de dizer antes de sair.
Ξεχνούσε συνεχώς την ατάκα που έπρεπε να πει πριν φύγει από τη σκηνή.

λόγια

substantivo feminino (autor: texto)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
O ator perdeu o emprego por não conseguir se lembrar das suas falas no filme.
Ο ηθοποιός έχασε τη δουλειά γιατί δε θυμόταν τα λόγια του στην ταινία.

διάλεκτος

(variante de uma língua) (τοπική γλώσσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O dialeto de uma cidade pode variar bastante de uma outra, mesmo no mesmo país.
Η διάλεκτος μιας πόλης μπορεί να διαφέρει πραγματικά από τη διάλεκτο μιας άλλης, ακόμα και στην ίδια χώρα.

λόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quando Richard teve a palavra, ele explicou seu lado da história.
Όταν είχε το λόγο, ο Ρίτσαρντ εξήγησε τη δική του πλευρά της ιστορίας.

ομιλία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O som da conversa podia ser ouvido do outro lado da sala de aula.
Ο ήχος από ομιλίες ακουγόταν έξω από την τάξη.

ρόλος με λόγια

(papel de atuação com linhas de fala)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μουρμουρητό, ψέλλισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγγλόφωνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άφωνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fiquei mudo de espanto com o que ele estava dizendo.
Έμεινα άφωνος με αυτά που έλεγε.

αραβόφωνος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu gostaria de um motorista de taxi que fale árabe. Há algum guia de turismo que fale árabe aqui?
Θα ήθελα έναν αραβόφωνο οδηγό ταξί παρακαλώ. Υπάρχουν αραβόφωνοι ξεναγοί εδώ;

γλυκομίλητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν μιλάει ευθέως και ανοιχτά

locução adjetiva (άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

το να τραβάω τις λέξεις

(fala lenta)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πολύς κόσμος από τα νότια της χώρας μιλάει τραβώντας τις λέξεις.

ομιλία των μωρών

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os linguistas estudam a fala dos bebês para descobrir como nós adquirimos a linguagem.

πάρλα

(αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim é falador e convence todo mundo.

ειλικρίνεια, ευθύτητα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απώλεια λόγου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απαλή φωνή

(fala mansa ou silenciosa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ένορκη βεβαίωση

(algo dito sob juramento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συννεφάκι σκέψης

(quadrinhos: mostrando o que alguém está pensando)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποκλεισμός από πλατφόρμα δικτύωσης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αποκλείω από τις πλατφόρμες δικτύωσης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!

interjeição (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você comprou essa camiseta por 10 reais? Não acredito!

έλα!, όχι δα!

(καθομιλουμένη, για δυσπιστία ή διαφωνία)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Sem essa! Você deve estar de brincadeira.
Έλα! (or: Όχι δα!) Πρέπει να αστειεύεσαι!

φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você viu a Rainha no mercado Burnley? Não acredito!
Είδες τη Βασίλισσα στην αγορά του Μπέρνλεϊ; Παράτα μας! (or: Άντε ρε!)

μπερδεμένη ομιλία

substantivo feminino

λογοθεραπεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκάω στα γέλια

expressão verbal (την ώρα της παράστασης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fala στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.