Τι σημαίνει το family man στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης family man στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του family man στο Αγγλικά.

Η λέξη family man στο Αγγλικά σημαίνει οικογένεια, οικογενειακός, οικογενειακός, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, οικογένεια, ανασυγκροτημένη οικογένεια, αιλουρίδες, οικογένεια, οικογενειακό άλμπουμ, οικογενειακή επιχείρηση, οικογενειακή επιχείρηση, οικογενειακό δικαστήριο, οικόσημο, οικογενειακός γιατρός, οικογενειακή έχθρα, οικογενειακός φίλος, οικογενειακή φίλη, οικογενειάρχης, άδεια για οικογενειακούς λόγους, οικογενειακή ζωή, οικογενειακό γεύμα, μέλος της οικογενείας, επίθετο, επώνυμο, οικογενειακός προγραμματισμός, γενική ιατρική, εστιατόριο κατάλληλο για οικογένειες, οικογενειακό εστιατόριο, οικογενειακή συγκέντρωση, οικογενειακή συνάντηση, σαλόνι, καθιστικό, μέγεθος της οικογένειας, οικονομική συσκευασία, οικογενειακού μεγέθους, οικογενειακές εντάσεις, οικογενειακοί δεσμοί, χρόνος με την οικογένεια, οικογενειακό δέντρο, οικογενειακές αξίες, οικογενειακός, σε οικονομική συσκευασία, οικογενειακός, ανάδοχη οικογένεια, Σύνδεσμος Οικογενειακού Προγραμματισμού, γενικός γιατρός, Pomatostomus temporalis, Struthidea cinerea, οικογένεια που φιλοξενεί, κοντινοί συγγενείς, μεγάλη οικογένεια, αριστοκρατική οικογένεια, πυρηνική οικογένεια, κάνω οικογένεια, βασιλική οικογένεια, είμαι κληρονομικός, μονοκατοικία, μονοκατοικία, θεατρική οικογένεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης family man

οικογένεια

noun (parents and children)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She grew up in a happy family. Brian's family are not wealthy, but they live comfortably.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δουλεύει σκληρά, για να θρέψει τη φαμίλια του.

οικογενειακός

adjective (of a family)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sunday is a family day.
Η Κυριακή είναι οικογενειακή ημέρα.

οικογενειακός

adjective (belonging to a family)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This clock is a family heirloom.
Αυτό το ρολόι είναι οικογενειακό κειμήλιο.

οικογένεια

noun (clan, extended)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's always defending his family's name.

οικογένεια

noun (class, group) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Techno and hip-hop belong to the same family of music.

οικογένεια

noun ([sb]'s children)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That couple is planning a large family.
Αυτό το ζευγάρι σχεδιάζει να κάνει πολλά παιδιά.

οικογένεια

noun (lineage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She comes from a noble, ancient family.
New: Είναι από σόι και νομίζει πως είναι ανώτερη από τους άλλους.

οικογένεια

noun (biology: subdivision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tigers are part of the cat, or felidae, family.
Οι τίγρεις ανήκουν στην οικογένεια των αιλουροειδών.

οικογένεια

noun (linguistics: category)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Basque is not part of the Indo-European family of languages.
Τα Βασκικά δεν ανήκουν στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.

ανασυγκροτημένη οικογένεια

(family composition)

αιλουρίδες

noun (felines) (επίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The lion is a member of the cat family.

οικογένεια

noun (relatives)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I only see my extended family at Christmas time.
Βλέπω το σόϊ μου μόνο τα Χριστούγεννα.

οικογενειακό άλμπουμ

noun (photos of a family)

There are few pictures of my dad in my family album.

οικογενειακή επιχείρηση

noun (company owned and run by a family)

Eventually, his son will take over the family business.

οικογενειακή επιχείρηση

noun (business: family-owned)

οικογενειακό δικαστήριο

noun (law)

οικόσημο

noun (coat of arms)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οικογενειακός γιατρός

noun (mainly US (GP: physician who treats all ages)

οικογενειακή έχθρα

noun (argument within a family)

οικογενειακός φίλος, οικογενειακή φίλη

noun (friend of your family)

οικογενειάρχης

noun (US, informal (loving husband and father)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άδεια για οικογενειακούς λόγους

noun (to care for baby or [sb] ill)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οικογενειακή ζωή

noun (how a family lives, interacts)

οικογενειακό γεύμα

noun (dinner eaten at home with family)

μέλος της οικογενείας

noun (close relative)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Your friends and family members are welcome to join us. The nurse said only family members were allowed to see the patient.
Οι φίλοι και τα μέλη της οικογένειας μπορούν να έρθουν μαζί μας. Η νοσοκόμα είπε ότι μόνο τα μέλη της οικογένειας μπορούν να δουν τον ασθενή.

επίθετο, επώνυμο

noun (surname, last name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He's the last surviving male so it's his task to carry on the family name.

οικογενειακός προγραμματισμός

noun (use of contraception)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You're not pregnant again, are you? Have you never heard of family planning!

γενική ιατρική

noun (medical specialization)

εστιατόριο κατάλληλο για οικογένειες

noun (eatery suitable for children)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οικογενειακό εστιατόριο

noun (UK (eatery owned and run by a family)

οικογενειακή συγκέντρωση, οικογενειακή συνάντηση

noun (relatives: get-together)

My brother-in-law is visiting from Australia next week, so we're all getting together for a family reunion.

σαλόνι, καθιστικό

noun (US (living room, lounge)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a big-screen TV in our family room. I love to sit in the family room and read a good book all day.

μέγεθος της οικογένειας

noun (number of people in a family)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

οικονομική συσκευασία

noun as adjective (food: enough for several people)

οικογενειακού μεγέθους

noun as adjective (large enough for several people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οικογενειακές εντάσεις

noun (hostility within a family)

My mother disinherited my older brother and that has caused family tension.

οικογενειακοί δεσμοί

plural noun (closeness to relatives)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
We all live far apart but our family ties are still strong.

χρόνος με την οικογένεια

noun (US (time spent with family)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

οικογενειακό δέντρο

noun (genealogical chart)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My sixteen great-great-grandparents sit at the top of my family tree.
Οι δεκαέξι προ-προπαππούδες μου βρίσκονται στην κορυφή του οικογενειακού μου δέντρου.

οικογενειακές αξίες

plural noun (belief in traditional family unit)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Family values is often a code phrase to justify bigotry.

οικογενειακός

adjective (belonging to a family)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε οικονομική συσκευασία

adjective (food: enough for several people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οικογενειακός

adjective (large enough for several people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανάδοχη οικογένεια

noun (family who adopt a child temporarily)

Lorraine was brought up by her foster family.

Σύνδεσμος Οικογενειακού Προγραμματισμού

noun (UK (Family Planning Association)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

γενικός γιατρός

noun (UK, colloquial, initialism (doctor: general practitioner)

When is the last time you saw your GP for a physical exam?

Pomatostomus temporalis

noun (AU (bird native to Australia) (επίσημο: πτηνό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Struthidea cinerea

noun (UK (crowlike bird) (επίσημο: πτηνό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

οικογένεια που φιλοξενεί

noun (family one lodges with)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My host family made me feel very welcome. We played host family to an exchange student from Germany.
Η οικογένεια που με φιλοξενεί με έκανε να νιώσω ευπρόσδεκτος. Ήμασταν η οικογένεια που φιλοξενούσε ένα μαθητή από το πρόγραμμα ανταλλαγής από τη Γερμανία.

κοντινοί συγγενείς

noun (parents, siblings, children)

Although I had confided in an uncle and a distant cousin, my immediate family knew nothing about my plans.

μεγάλη οικογένεια

noun (family with many children)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As the oldest child in a very large family she never wanted kids of her own.

αριστοκρατική οικογένεια

noun (aristocratic background)

πυρηνική οικογένεια

noun (parents and children)

A nuclear family means two parents and their children.
Πυρηνική οικογένεια είναι οι δύο γονείς και τα παιδιά τους.

κάνω οικογένεια

verbal expression (bring up children)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βασιλική οικογένεια

noun (monarch and immediate relatives)

After marrying the prince, she was considered a member of the royal family.

είμαι κληρονομικός

verbal expression (be inherited, genetic)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Artistic talent must run in Paul's family; he and his three sisters are all painters.

μονοκατοικία

adjective (type of dwelling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μονοκατοικία

noun (house: detached)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θεατρική οικογένεια

noun (acting dynasty)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του family man στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.