Τι σημαίνει το familiar στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης familiar στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του familiar στο Αγγλικά.

Η λέξη familiar στο Αγγλικά σημαίνει γνωστός, γνώριμος, οικείος, συνηθισμένος, γνώριμος, αναγνωρίσιμος, κοινός, ανεπίσημος, γνωρίζω, ξέρω, αυθάδης, σύντροφος, συνηθισμένη ιστορία, έχω οικειότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης familiar

γνωστός, γνώριμος, οικείος

adjective (vaguely recognizable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His face looks familiar.
Το πρόσωπό του μου φαίνεται γνωστό.

συνηθισμένος

adjective (well-known)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A garlic press is a familiar household object.
Η πρέσα σκόρδου είναι ένα συνηθισμένο εργαλείο της κουζίνας.

γνώριμος, αναγνωρίσιμος

adjective (frequently seen)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's a familiar face around here.
Είναι γνώριμο (or: αναγνωρίσιμο) πρόσωπο εδώ γύρω.

κοινός

adjective (common)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seagulls are a familiar sight in Britain's seaside towns.
Οι γλάροι είναι συνηθισμένο θέαμα στις παραθαλάσσιες πόλεις της Βρετανίας.

ανεπίσημος

adjective (informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Mom" and "Ma" are familiar terms for Mother.
Οι ανεπίσημοι όροι για τη λέξη μητέρα είναι «μαμά» και «μάνα».

γνωρίζω, ξέρω

(knowledgeable about) (κάποιο πράγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I couldn't answer his question because I wasn't familiar with the topic.
Δεν μπορούσα να απαντήσω την ερώτησή του γιατί δεν γνώριζα (or: ήξερα) το θέμα.

αυθάδης

adjective (presumptuous) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Don't be familiar!" snapped the Princess.
«Μην είσαι αναιδής!», είπε απότομα η πριγκίπισσα.

σύντροφος

noun (witch's companion)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
A cat is often portrayed as a witch's familiar.
Οι γάτες παρουσιάζονται συχνά ως σύντροφοι των μαγισσών.

συνηθισμένη ιστορία

noun (common situation)

It's a familiar story; she came to New York to be a star on Broadway and ended up on the streets.

έχω οικειότητα

verbal expression (be intimate)

I know of her, but she and I aren't on familiar terms.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του familiar στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του familiar

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.