Τι σημαίνει το final στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης final στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του final στο πορτογαλικά.

Η λέξη final στο πορτογαλικά σημαίνει τελικός, τελευταίος, τελικός, τελικός, οριστικός, τελεσίδικος, τέλος, τέλος, τέλος, τέλος, τέλος, φινάλε, τελικός, τελειωτικός, τελικός, καταληκτικός, τελικό στάδιο, σταθερή αξία, τέλη, τελικός, τέλος, φινάλε, δεύτερο μέρος περιόδου, μπόουλ, το τέλος, τέρμα, οριστικός, αποχαιρετιστήριος, τέλος, βάθος, τέλος, τελική εξέταση, τερματικός σταθμός, προημιτελικός, υπόλοιπο κλεισίματος, εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά, στο τέλος, πριν το τέλος, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, μακροπρόθεσμα, καλό Σαββατοκύριακο, σαββατοκύριακο, προθεσμία, καταληκτική ημερομηνία, ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία, τελευταίος γύρος, μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία, τελικό προϊόν, τελικό αποτέλεσμα, χτύπημα νοκ άουτ, τελευταία στάση, λέω κτ φεύγοντας, τέρμα, πρόωρο τέλος, τελική χρήση, τελική έκδοση, τελευταίο σφύρηγμα, τελεία, προορισμός, ευτυχής κατάληξη, λήξη της προθεσμίας, καταληκτική ημερομηνία, τελευταία φάση, τελική φάση, τελικός χρήστης, αυλαία, τελικό σκέλος, προημιτελικός, ερώτηση ηχώ, τελείωμα, τέλος, ύστατο τέλος, απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός, τελευταίες πινελιές, τέλος, έχω άδοξο τέλος, παρόλο, τέλος καλό όλα καλά, στο τέλος του/της, εμπόδιο, τέρμα, τέλος, τελικό αποτέλεσμα, κέρδος ή απώλεια, τελευταία πινελιά, τελεία και παύλα, άκρο, τελείωμα, τελική δήλωση, καταληκτική δήλωση, τελευταίο στάδιο, τελικό στάδιο, εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά, πρόχειρο διαγώνισμα, τελεία και παύλα, του τέλος του έτους, -, εδώ είναι το τέρμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης final

τελικός, τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O jogo terminou quando deram o apito final.
Το παιχνίδι έληξε με το τελικό (or: τελευταίο) σφύριγμα.

τελικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Os vencedores de cada etapa serão qualificados para a final.
Οι νικητές κάθε προκριματικής σειράς των αγώνων θα περάσουν στον τελικό.

τελικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando o filme chegou aos créditos finais, a maioria do público estava chorando.

οριστικός, τελεσίδικος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A decisão é definitiva.
Αυτή η απόφαση είναι τελεσίδικη.

τέλος

substantivo masculino (το πιο μακρινό μέρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eles moram no fim da rua.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μένουν στην άλλη άκρη του δρόμου.

τέλος

substantivo masculino (όριο: χρόνος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estamos chegando no final do mês.
Μετακομίζουμε στο τέλος του μήνα.

τέλος

(έκβαση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A história chamou minha atenção do começo ao fim.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο διαιτητής σφύριξε τον τερματισμό του αγώνα.

τέλος

substantivo masculino (figurado, destruição)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
É o fim do mundo como o conhecemos.
Είναι το τέλος του κόσμου που γνωρίσαμε ως τώρα.

τέλος

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os fãs não gostaram do final da série de TV.
Το τέλος της σειράς δεν άρεσε στους τηλεθεατές.

φινάλε

(estágio final de um jogo de xadrez) (σκάκι)

τελικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα λάθη της Ούρσουλα κατέληξαν τελικά στην απόλυσή της.

τελειωτικός, τελικός, καταληκτικός

adjetivo (toque)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela está colocando os toques finais no bolo de aniversário.

τελικό στάδιο

(διαδικασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταθερή αξία

substantivo masculino (καθομ: κάτι που μένει)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τέλη

adjetivo (στο τελευταίο μέρος)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Eles se casaram no final dos anos 60. Ele casou com uma mulher que está no final dos 40.
Παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του '60.

τελικός

adjetivo (fase)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέλος

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Essa tarefa está no final da minha lista.
Αυτή η δουλειά είναι στο τέλος της λίστας μου.

φινάλε

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O time da casa venceu o visitante com um final dramático.
Το φινάλε ήταν δραματικό και οι γηπεδούχοι νίκησαν τους φιλοξενούμενους.

δεύτερο μέρος περιόδου

substantivo masculino (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ruth acertou um home run no fim do nono turno.

μπόουλ

substantivo feminino (competição esportiva) (αμερικάνικο ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A Super Final é o maior evento de futebol da temporada.
Το Σούπερ Μπόουλ είναι η μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση της σεζόν.

το τέλος

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele permaneceu fiel até o final.

τέρμα

(linha de) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Apenas quatro cavalos alcançaram a linha de chegada.

οριστικός

(final)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποχαιρετιστήριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O cantor famoso fez seu show de despedida.
Ο διάσημος τραγουδιστής έδωσε το αποχαιρετιστήριο κοντσέρτο του.

τέλος, βάθος

(μακριά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O teatro fica no fim da rua.
Το θέατρο είναι στο τέλος (or: βάθος) του δρόμου.

τέλος

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estou chegando perto do fim. Só preciso escrever uma conclusão.
Πλησιάζω στο τέλος. Πρέπει μόνο να γράψω ένα συμπέρασμα.

τελική εξέταση

(πριν την αποφοίτηση)

Eu fiz meu exame final de química na semana passada.
Έγραψα το τελικό διαγώνισμα χημείας την περασμένη εβδομάδα.

τερματικός σταθμός

(estação final)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προημιτελικός

substantivo feminino (rodada que define os semi-finalistas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπόλοιπο κλεισίματος

(posição de conta bancária ao fim do dia) (τραπεζικού λογαριασμού)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Afinal de contas, ninguém além do paciente tem o direito de recusar o tratamento.
Εν τέλει κανείς άλλος εκτός από τον ασθενή δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί τη θεραπεία.

στο τέλος

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πριν το τέλος

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ao final do capítulo um, eu podia adivinhar a solução do mistério. Eu normalmente estou exausto ao final do dia.
Πριν το τέλος του πρώτου κεφαλαίου, μπορούσα να μαντέψω τη λύση του μυστηρίου. Είμαι συνήθως εξαντλημένος πριν το τέλος της μέρας.

και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cinderela casou com o Príncipe Encantado e eles viveram felizes para sempre.
Η Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπά της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

μακροπρόθεσμα

(em algum momento)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Será provavelmente para melhor no fim das contas. Será um pouco conturbado a princípio, mas no final da contas valerá a pena.
Πιθανόν να βγει σε καλό μακροπρόθεσμα. Αρχικά θα υπάρξουν λίγες δυσκολίες, αλλά μακροπρόθεσμα θα αξίζει τον κόπο.

καλό Σαββατοκύριακο

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σαββατοκύριακο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O trabalho foi difícil essa semana, mal posso esperar pelo fim de semana (or: final de semana).
Η δουλειά ήταν δύσκολη αυτή την εβδομάδα. Ανυπομονώ να έρθει το σαββατοκύριακο!

προθεσμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O prazo final para esse trabalho é hoje, então eu tenho mesmo que me apressar.
Η προθεσμία γι' αυτή τη δουλειά είναι σήμερα, επομένως πρέπει πραγματικά να την προχωρήσω.

καταληκτική ημερομηνία

ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία

(fim do mundo) (τέλος του κόσμου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελευταίος γύρος

substantivo feminino (για αγώνες δρόμου)

μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία

substantivo masculino, substantivo feminino (θρησκεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No Dia do Juízo Final, Jesus Cristo virá e julgará tudo aquilo que tivermos feito.

τελικό προϊόν

(resultado de um processo) (αποτέλεσμα διεργασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελικό αποτέλεσμα

(produto resultante de um processo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χτύπημα νοκ άουτ

(boxe)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τελευταία στάση

λέω κτ φεύγοντας

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η ηθοποιός ήταν έξαλλη και ως χαριστική βολή αποκάλεσε τον παρουσιαστή της εκπομπής ηλίθιο.

τέρμα

substantivo feminino (trem, ônibus: última parada)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόωρο τέλος

substantivo masculino (μεταφορικά)

τελική χρήση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελική έκδοση

(texto: versão final)

Aqui está o rascunho final do seu discurso, Sr. Presidente - espero que cubra todos os pontos que discutimos.

τελευταίο σφύρηγμα

(esp: fim do jogo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελεία

(sinal de pontuação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você sempre deve usar letra maiúscula após um ponto final.
Πρέπει πάντα να χρησιμοποιείς κεφαλαίο γράμμα μετά από τελεία.

προορισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ευτυχής κατάληξη

(história: resultado positivo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Στη μαμά μου αρέσουν οι ταινίες με ευτυχή κατάληξη. Δεν υπάρχει ευτυχής κατάληξη όταν μιλάμε για πόλεμο.

λήξη της προθεσμίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καταληκτική ημερομηνία

τελευταία φάση, τελική φάση

τελικός χρήστης

(usuário)

Πολλές φορές οι σχεδιαστές προϊόντων δεν λαμβάνουν υπόψη την οπτική του τελικού χρήστη.

αυλαία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελικό σκέλος

(de corrida) (αγώνες, κτλ)

προημιτελικός

substantivo feminino plural (etapa da competição que decide a semifinal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ερώτηση ηχώ

substantivo masculino (perguntas usadas para confirmação)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τελείωμα, τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ύστατο τέλος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός

τελευταίες πινελιές

(últimos detalhes)

τέλος

expressão

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έχω άδοξο τέλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O casamento chegou a um final amargo depois que ele teve vários affairs.

παρόλο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tina está se sentindo melhor agora, então, no final das contas, ela pode vir conosco.

τέλος καλό όλα καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O gato perdido foi encontrado no sótão e a família viveu feliz para sempre.

στο τέλος του/της

locução adverbial (με γενική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εμπόδιο

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Οι ισχυρές βροχοπτώσεις ενδέχεται να αποτελέσουν εμπόδιο για την πραγματοποίηση του πρωινού αγώνα.

τέρμα, τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελικό αποτέλεσμα

(consequência) (συνέπεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κέρδος ή απώλεια

(negócios, balanço) (επιχείρησης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελευταία πινελιά

(adorno, embelezamento, enfeites)

τελεία και παύλα

(chega, basta)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não vamos fazer isso. Ponto final.
Δεν θα το κάνουμε. Τελεία και παύλα!

άκρο, τελείωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελική δήλωση, καταληκτική δήλωση

(resumo final de um advogado num julgamento)

τελευταίο στάδιο, τελικό στάδιο

(ανίατης ασθένειας)

εν τέλει, στο τέλος, τελικώς, τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu certamente vou ao show, afinal de contas, eles são minha banda favorita.
Θα πάω οπωσδήποτε στη συναυλία. Στο κάτω-κάτω είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα.

πρόχειρο διαγώνισμα

τελεία και παύλα

interjeição (absolutamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jose é o nosso melhor jogador, e ponto final.
Ο Χοσέ είναι ο καλύτερος παίκτης· τελεία και παύλα.

του τέλος του έτους

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

expressão (rádio) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Τα λέμε και πάλι αύριο. Σας χαιρετώ. Καλή συνέχεια.

εδώ είναι το τέρμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του final στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του final

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.