Τι σημαίνει το juízo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης juízo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του juízo στο πορτογαλικά.

Η λέξη juízo στο πορτογαλικά σημαίνει σύνεση, φρονιμάδα, κρίση, κρίση, άποψη, γνώμη, κοινή λογική, σύνεση, φλιπάρω, τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο, ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία, μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία, διαύγεια πνεύματος, υποκειμενική κρίση, Ημέρα της Κρίσης, συνοπτική κρίση, ένορκη βεβαίωση, ένορκη κατάθεση, έχω καλή γνώμη για κπ, τα παίζω, τα χάνω, χάνω τα λογικά μου, πάω κπ στο δικαστήριο, λάθος υπολογισμός, ώρα της κρίσεως, Άντε από δω!, Άντε από δω!, συμμαζεύομαι, αποζημιώνομαι για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης juízo

σύνεση, φρονιμάδα

substantivo masculino (bom senso)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando o filho dela foi para a universidade, Catherine esperava que ele tivesse o juízo para não se misturar com as pessoas erradas.
Όταν ο γιος της έφυγε για το πανεπιστήμιο, η Κάθριν ήλπιζε ότι θα είχε το μυαλό να μην μπλέξει με λάθος ανθρώπους.

κρίση

substantivo masculino (κριτική ικανότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Exerça seu juízo quando lidar com estas pequenas infrações.
Χρησιμοποίησε την κρίση σου στον χειρισμό αυτών των μικρών παραβάσεων.

κρίση, άποψη, γνώμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O que, em seu juízo, deveria ser feito em relação ao déficit?
Κατά την άποψή (or: γνώμη) σου, τι θα πρέπει να γίνει με το έλλειμμα;

κοινή λογική

(sensato, prático)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύνεση

(razão)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele teve o bom senso de ir para casa antes que começasse a chover.
Είχε τη σύνεση να επιστρέψει σπίτι πριν αρχίσει να βρέχει.

φλιπάρω

(BRA, gíria) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ryan pirou totalmente e atacou seu padrinho.
Ο Ράιαν τα έχασε εντελώς και επιτέθηκε στον πατριό του.

τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο

(BRA, gíria) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ben pirou quando seu amigo o dedurou.
Ο Μπεν τα πήρε όταν τον κάρφωσε ο φίλος του.

ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία

(fim do mundo) (τέλος του κόσμου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέρα της Κρίσης, Δευτέρα Παρουσία

substantivo masculino, substantivo feminino (θρησκεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No Dia do Juízo Final, Jesus Cristo virá e julgará tudo aquilo que tivermos feito.

διαύγεια πνεύματος

(figurado, sanidade)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υποκειμενική κρίση

substantivo masculino (avaliação pessoal e crítica)

Ημέρα της Κρίσης

(cristianismo: julgamento final)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνοπτική κρίση

(decisão do juiz tomada sem audiência) (δικαστική)

ένορκη βεβαίωση

(algo dito sob juramento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ένορκη κατάθεση

substantivo feminino (evidência dada sob juízo)

έχω καλή γνώμη για κπ

expressão (respeitar, admirar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα παίζω, τα χάνω

(figurado: ficar descontrolado) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω τα λογικά μου

(figurado: perder a sanidade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω κπ στο δικαστήριο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λάθος υπολογισμός

(erro de julgamento)

ώρα της κρίσεως

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Άντε από δω!

(ter bom relacionamento)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Άντε από δω!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por que você ainda está aqui? Suma!

συμμαζεύομαι

(αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποζημιώνομαι για κτ

expressão verbal (jurídico)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του juízo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.