Τι σημαίνει το first lieutenant στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης first lieutenant στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του first lieutenant στο Αγγλικά.
Η λέξη first lieutenant στο Αγγλικά σημαίνει πρώτος, πρώτος, πρώτος, αρχικός, κύριος, πρώτος, πρώτα, πρώτα απ' όλα, πρώτος, πρώτος, πρώτη του μηνός, η πρώτη, πρώτη, πρώτος, πρώτος, πρώτη φορά, κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα, αρχή, πρώτος, πρώτος, πρώτη βάση, άριστα, πρώτης διαλογής προϊόν, ο Πρώτος, η Πρώτη, η πρώτη, αρχικά, στην αρχή, με την πρώτη ματιά, πρώτη εντύπωση, αρχικά, στην αρχή, με την πρώτη ματιά, αμέσως, ακαριαία, με την πρώτη ευκαιρία, ο πρώτος που θα κατηγορήσει, έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος, προηγούμαι, προηγούμαι, ερωτεύομαι κεραυνοβόλα, πρώτες βοήθειες, πρώτων βοηθειών, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, πρώτη βάση, φιλί, φίλημα, αμυντικός πρώτης βάσης, πρώτη επιλογή, πρώτης τάξεως, άριστης ποιότητας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πρώτη θέση, πρώτης κατηγορίας, πρώτης θέσης, πρώτη θέση, πρώτης κατηγορίας, με προτεραιότητα, πρώτο πιάτο, πρώτος ξάδελφος/ξάδερφος, πρώτος ξάδελφος/ξάδερφος, προσχέδιο, ισόγειο, που βρίσκεται στο ισόγειο, πρώτος όροφος, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο, πρώτης γενιάς, πρώτης γενιάς, πρώτη δημοτικού, πρώτη εντύπωση, πρώτη κυρία, πρώτη κυρία, μητρική γλώσσα, το πρώτο φως της ημέρας, πρώτης γραμμής, ύπαρχος, μικρό όνομα, αποκαλώ κπ με το μικρό του, νύχτα πρεμιέρας, πρωτοχρονιά, κατ' αρχάς, κατ' αρχήν, πρώτα-πρώτα, παραβάτης για πρώτη φορά, πρώτο πρόσωπο, πρώτο πρόσωπο, πρώτη θέση, πρώτη θέση, πρώτο τέταρτο, πρώτης ποιότητας, μέλος της ομάδας άμεσης επέμβασης, το πρώτο βήμα, κάνω τα πρώτα μου βήματα, κάνω το πρώτο βήμα, πολύ νωρίς, πρώτο πράγμα, κάθε πράγμα στην ώρα του, πρώτος κόσμος, του πρώτου κόσμου, κουτί πρώτων βοηθειών, αυτός που παρέχει τις πρώτες βοήθειες, γραμματόσημο που σφραγίζεται πάνω σε φάκελο την πρώτη μέρα έκδοσής του, βιασμός πρώτου βαθμού, πρώτος, που αναφέρεται πρώτος, νικητής, νικήτρια, πλειοψηφικό σύστημα, πολύ καλά, που κάνει κτ για πρώτη φορά, πρωτάρης, πρωτάρα, πρωτότοκος, πρωτότοκη, πρωτότοκος, από πρώτο χέρι, από πρώτο χέρι, γνώση από πρώτο χέρι, από την αρχή ως το τέλος, ισόγειος, με το κεφάλι, κατά πρώτον, από την αρχή, έρωτας με την πρώτη ματιά, κάνω την πρώτη κίνηση, κάνω το πρώτο βήμα, δίνω προτεραιότητα σε κπ, πάνω απ' όλα η ασφάλεια!, πρώτα απ' όλα η ασφάλεια!, ασφάλεια πάνω απ' όλα!, τριακοστός πρώτος, τριακοστός πρώτος, η τριάντα μία του μηνός, η τριακοστή πρώτη του, εικοστός πρώτος, εικοστός πρώτος, εικοστός πρώτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης first lieutenant
πρώτοςadjective (1st in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) For many people, Ronaldo would be first on a list of the world's greatest soccer players. I liked the first song best. Για πολλούς ο Ρονάλντο θα ήταν πρώτος στη λίστα με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Το πρώτο τραγούδι μου άρεσε περισσότερο. |
πρώτοςadjective (in race, competition: placed 1st) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She was first in the spelling competition. The team is currently first in the league. Βγήκε πρώτη στον διαγωνισμό ορθογραφίας. |
πρώτοςadjective (closest to the front) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We sat in the first row of seats. Καθίσαμε στην πρώτη σειρά καθισμάτων. |
αρχικός, κύριοςadjective (primary) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The first reason for doing this is to help other people. Ο αρχικός (or: κύριος) λόγος για να το κάνουμε αυτό είναι για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους. |
πρώτοςadverb (before everyone else) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He walked through the door first, and everyone else followed. Πρώτος βγήκε αυτός από την πόρτα και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι. |
πρώταadverb (firstly: before anything else) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) What we need to do first is find a place to stay. Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε. |
πρώτα απ' όλαadverb (firstly: introducing first point) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) First, I would like to thank you all for coming. |
πρώτοςadverb (race, competition: in 1st place) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chloe finished first out of 80 runners. |
πρώτοςnoun (invariable (in a series, list: 1st item, person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) I like the first better than the second. Προτιμώ το πρώτο από το δεύτερο. |
πρώτη του μηνόςnoun (first day of the month) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) We don't get paid again until the first. Δε πληρωνόμαστε πριν την πρώτη του μηνός. |
η πρώτηnoun (UK (first day of specified month) (του μήνα) In France, the first of May is a public holiday. |
πρώτηadjective (lowest automobile gear) Switch to first gear when going up steep hills. Βάλε πρώτη όταν ο δρόμος είναι ανηφορικός. |
πρώτοςadjective (music: section leader) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She plays first clarinet in the orchestra. Είναι το πρώτο κλαρινέτο της ορχήστρας. |
πρώτοςadjective (baseball: base) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He didn't make it past first base. Δεν κατάφερε να περάσει ούτε μέχρι την πρώτη βάση. |
πρώτη φοράadverb (for the first time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I first came to New York when I was a little girl. Πρωτοήρθα στη Νέα Υόρκη όταν ήμουν μικρούλα. |
κάλλιο, προτιμότερο, καλύτεραadverb (rather, sooner) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lie to you? I'd kill my own mother first! Να σου πω ψέμματα; Κάλλιο (or: προτιμότερο) να μου κοπεί η γλώσσα! |
αρχήnoun (beginning) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She was a good worker from the first. Ήταν πολύ καλή εργάτρια από την αρχή. |
πρώτοςnoun (music: section leader) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The composer intended the second violinists to contrast with the firsts. Ο συνθέτης επεδίωξε τα δεύτερα βιολιά να έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα βιολιά της ορχήστρας. |
πρώτοςnoun (first place in a competition) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) She's always the first in any competition. Είναι πάντα πρώτη σε όλους τους διαγωνισμούς. |
πρώτη βάσηnoun (baseball: base) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) He's on first. Βρίσκεται στην πρώτη βάση. |
άρισταnoun (UK (first-class honors) He got a first from Cambridge. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κόρη μου αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Σάρρεϊ με άριστα. |
πρώτης διαλογής προϊόνnoun (commerce: best quality goods) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) We sell firsts at a slightly higher price than seconds. Πουλάμε τα πρώτης διαλογής προϊόντα σε ελαφρώς υψηλότερες τιμές απ' ότι τα δεύτερης διαλογής. |
ο Πρώτος, η Πρώτηnoun (1st monarch with specified name) Queen Elizabeth the First was 25 years old when she came to the throne. |
η πρώτηnoun (music: 1st symphony, etc.) Beethoven's First was written in C major. |
αρχικά, στην αρχήadverb (to begin with, in the beginning) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) At first, it was just pitch black, then his eyes got used to the darkness and he began to see some features of the cave. Στην αρχή (or: αρχικά) ήταν πίσσα σκοτάδι. Έπειτα τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι και άρχισε να βλέπει κάποια γνωρίσματα της σπηλιάς. |
με την πρώτη ματιά, πρώτη εντύπωσηadverb (at first impression) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) At first blush, you seem to have put together a sound business plan. |
αρχικά, στην αρχήexpression (initially) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) It was a good plan at first glance, but later we realized it was a dud. |
με την πρώτη ματιά, αμέσως, ακαριαίαadverb (instantly, immediately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) At first sight, the town looked boring. |
με την πρώτη ευκαιρίαadverb (as soon as possible) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) When I had the chance I did it at the first opportunity. |
ο πρώτος που θα κατηγορήσειverbal expression (figurative (be first to accuse) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We should not be arguing about who has the right to cast the first stone. |
έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος(finish first in race) Mark came first in the race. |
προηγούμαι(be first in sequence) (είμαι πρώτος σε σειρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Which came first, the chicken or the egg? |
προηγούμαι(figurative (be top priority) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Caring for her children comes first; her job is second priority. |
ερωτεύομαι κεραυνοβόλαverbal expression (become infatuated with a stranger) As soon as I saw him across the dancefloor, I fell in love at first sight. |
πρώτες βοήθειεςnoun (emergency medical help) (μόνο πληθυντικός) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) All of our pool attendants are trained in first aid. Όλοι οι υπάλληλοι της πισίνας έχουν εκπαιδευτεί στις πρώτες βοήθειες. |
πρώτων βοηθειώνnoun as adjective (relating to emergency medical help) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The Red Cross teaches a first-aid course that is highly regarded. It's a good idea to take a first aid kit with you when you go camping. Το μάθημα πρώτων βοηθειών που διδάσκεται στον Ερυθρό Σταυρό είναι εξαιρετικό. Είναι καλό να πάρεις ένα κουτί πρώτων βοηθειών μαζί σου όταν κάνεις κάμπινγκ. |
πρώτα και κύρια, πρωταρχικάadverb (primarily) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) First and foremost, let's review the minutes from last week's meeting. Πρώτα και κύρια ας ελέγξουμε τα πρακτικά της συνεδρίασης της περασμένης βδομάδας. |
πρώτα και κύρια, πρωταρχικάadverb (above all else) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) What parents want, first and foremost, is for their child to be happy. |
πρώτα και κύρια, πρωταρχικάadverb (above all else) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) His son's education comes first and last in his priorities. |
πρώτη βάσηnoun (baseball: first station) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Baseball is so dull that I fall asleep before anyone gets to first base. |
φιλί, φίλημαnoun (slang (kissing on a date) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He thought the date was going well, but in the end he didn't even make it to first base. |
αμυντικός πρώτης βάσηςnoun (baseball: position at first base) (μπέιζμπολ) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
πρώτη επιλογήnoun (preferred option) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Of course, Paris would have been my first choice. |
πρώτης τάξεως, άριστης ποιότηταςadjective (informal, figurative (excellent) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The food here is always first class. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (mail: fastest service) |
πρώτη θέσηnoun (transport: superior service) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) They always serve champagne in first class. |
πρώτης κατηγορίαςadjective (mail, stamp: fastest service) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πρώτης θέσηςadjective (carriage, seats: superior) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) First-class seats have more leg room. Τα καθίσματα της πρώτης θέσης έχουν περισσότερο χώρο για τα πόδια. |
πρώτη θέσηadverb (in first-class area) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Flying first class is the only way to travel. |
πρώτης κατηγορίαςadverb (mail: by fastest service) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
με προτεραιότηταexpression (Being prompt pays rewards) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The buffet is first come, first served, so you had better get there early if you want something good. |
πρώτο πιάτοnoun (of a meal) (γεύμα) We had prawns in sauce as a first course at dinner. |
πρώτος ξάδελφος/ξάδερφοςnoun (child of an aunt or uncle) |
πρώτος ξάδελφος/ξάδερφοςnoun (figurative ([sth] or [sb] closely resembling another) |
προσχέδιοnoun (first version of a piece of writing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ισόγειοnoun (US (floor at ground level) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It's a one-storey ranch house so everything's on the first floor. |
που βρίσκεται στο ισόγειοnoun as adjective (US (at ground level) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Our first-floor clinic is wheel-chair accessible. |
πρώτος όροφοςnoun (UK (floor above ground level) For health reasons he always takes the stairs to the first floor rather than the lift. |
που βρίσκεται στον πρώτο όροφοnoun as adjective (UK (at floor above ground level) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρώτης γενιάςadjective (technology: prototype) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) First-generation computers were huge, slow, and expensive. |
πρώτης γενιάςadjective (person: immigrant) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) First-generation immigrants often have problems learning the language of their new country. |
πρώτη δημοτικούnoun (US (school year: age 6-7) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Karen's six years old so she'll be starting first grade in September. |
πρώτη εντύπωσηnoun (immediate effect) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My first impression of this place was not good. |
πρώτη κυρίαnoun (wife of head of state) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The President and the First Lady will be attending the opening night of the play. |
πρώτη κυρίαnoun (leading female) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She's more than just an actress - she's the first lady of French cinema. |
μητρική γλώσσαnoun (mother tongue) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) English is not my first language. The first language of most Australians is English. |
το πρώτο φως της ημέραςnoun (dawn) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πρώτης γραμμήςnoun as adjective (UK (used as a first resort) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ύπαρχοςnoun (nautical) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
μικρό όνομαnoun (given or Christian name) In the US "Michael" is a popular first name for boys. Most forms ask you to complete your surname followed by your first name. Το «Μάικλ» είναι ένα δημοφιλές αγορίστικο όνομα στις Η.Π.Α. |
αποκαλώ κπ με το μικρό τουtransitive verb (call by given name) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In Danish schools, it is common for children to first-name their teachers. |
νύχτα πρεμιέραςnoun (opening night) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρωτοχρονιάnoun (night of New Year's Eve) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατ' αρχάςadverb (to start with) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) First of all, I welcome all those who came today. Κατ' αρχάς καλωσορίζω όλους όσους ήρθαν σήμερα. |
κατ' αρχήνadverb (primarily) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) "Our priority," said a police spokesman, "is first of all to ensure the safety of the hostages." «Προτεραιότητά μας είναι να διασφαλίσουμε κατ' αρχήν την ασφάλεια των ομήρων», είπε ο εκπρόσωπος της αστυνομίας. |
πρώτα-πρώταadverb (informal (introducing a list: firstly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραβάτης για πρώτη φοράnoun (law: [sb] convicted for first time) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πρώτο πρόσωποnoun (grammar: I, we) The pronoun in that sentence is in the first person. Η αντωνυμία σε αυτήν την πρόταση είναι σε πρώτο πρόσωπο. |
πρώτο πρόσωποnoun as adjective (narrative: in the first person) The writer uses first person narrative throughout the entire novel. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο σε όλο το μυθιστόρημα. |
πρώτη θέσηnoun (top prize, highest position) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I managed first place in the last race, despite a bad start. |
πρώτη θέσηnoun (first place, highest position) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She won first prize in the science competition. |
πρώτο τέταρτοnoun (astronomy) (φάσεις σελήνης) |
πρώτης ποιότηταςadjective (excellent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The dinner was absolutely first rate, Joan. |
μέλος της ομάδας άμεσης επέμβασηςnoun (emergency medic) (επαγγελματίες) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The first responders saved many lives after the bombing. |
το πρώτο βήμαnoun (beginning, introduction) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Realizing that there is a problem is the first step towards solving it. |
κάνω τα πρώτα μου βήματαverbal expression (baby: starting to walk) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The baby took its first steps today. |
κάνω το πρώτο βήμαverbal expression (figurative (initial action towards goal) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) James took the first step to becoming a doctor by beginning a medical degree. |
πολύ νωρίςnoun (informal (very early) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I always eat breakfast first thing in the morning. |
πρώτο πράγμαnoun (informal (initial step) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The first thing to do is call your mother. The first thing I do when I get home is check my email. |
κάθε πράγμα στην ώρα τουinterjection ([sth] takes priority) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρώτος κόσμοςnoun (potentially offensive (industrialized non-Communist countries) |
του πρώτου κόσμουadjective (potentially offensive (pertaining to the First World) |
κουτί πρώτων βοηθειώνnoun (emergency medical set) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Motorists should carry a first-aid kit in their cars. |
αυτός που παρέχει τις πρώτες βοήθειεςnoun ([sb]: gives medical attention) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραμματόσημο που σφραγίζεται πάνω σε φάκελο την πρώτη μέρα έκδοσής τουnoun (postage stamp franked on day of issue) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βιασμός πρώτου βαθμούnoun (US (violent forced sex) (νομική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) First degree rape usually involves the use of a weapon. |
πρώτοςadjective (for the first time) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που αναφέρεται πρώτοςadjective (announced first) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νικητής, νικήτριαadjective (winner of race) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Pete won some money because he bet on the horse that was first-past-the-post. |
πλειοψηφικό σύστημαnoun (election by simple majority) (εκλογές) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) First-past-the-post is the electoral system used to elect parliament in the UK. |
πολύ καλάadverb (informal (very well) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You did first-rate on your English test. Τα πήγες πολύ καλά στο τεστ των Αγγλικών σου. |
που κάνει κτ για πρώτη φοράnoun as adjective (doing [sth] for first time) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This travel guide is full of excellent tips for first-time visitors to Britain. |
πρωτάρης, πρωτάραnoun (informal (person doing [sth] for first time) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
πρωτότοκος, πρωτότοκηnoun (eldest child in family) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Are you your parents' first-born? |
πρωτότοκοςadjective (child: eldest in family) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Their first-born child is a boy. |
από πρώτο χέριadjective (account: direct from source) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have first-hand experience with that computer program. The film's first-hand account of life inside a cult was chilling. |
από πρώτο χέριadverb (directly from source) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He gave me the information first-hand. |
γνώση από πρώτο χέριnoun (directly from source) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
από την αρχή ως το τέλοςadverb (all the way through) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) From first to last the meal was a gourmet delight. |
ισόγειοςnoun as adjective (storey: at ground level) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Brian lived in a ground-floor flat. Ο Μπράιαν έμενε σε ένα ισόγειο διαμέρισμα. |
με το κεφάλιadverb (with the head in front) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Max dove into the water headfirst. |
κατά πρώτονexpression (firstly) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Why don't I like him? Well, in the first place, he doesn't wash. Γιατί δεν μου αρέσει; Λοιπόν, καταρχάς δεν πλένεται. |
από την αρχήexpression (at the beginning, initially) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Why didn't you tell me that in the first place? Γιατί δεν μου το πες απ' την αρχή; |
έρωτας με την πρώτη ματιάnoun (instant romantic attraction to [sb]) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) When Harry met Sally it wasn't love at first sight; they fell in love some years later. |
κάνω την πρώτη κίνηση, κάνω το πρώτο βήμαverbal expression (act before anyone else) The general was patiently waiting for the enemy to make the first move. |
δίνω προτεραιότητα σε κπverbal expression (prioritize a particular person) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No one likes Nancy, she always puts herself first and doesn't think of anyone else. Σε κανέναν δεν αρέσει η Νάνσι, πάντα βάζει πρώτα τον εαυτό της και δεν σκέφτεται κανέναν άλλο. |
πάνω απ' όλα η ασφάλεια!, πρώτα απ' όλα η ασφάλεια!, ασφάλεια πάνω απ' όλα!interjection (Avoiding injury is paramount) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't smoke in the forest! Safety first! |
τριακοστός πρώτοςadjective (tem, person: 31st in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τριακοστός πρώτοςnoun (in a series, list: 31st item, person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
η τριάντα μία του μηνόςnoun (thirty-first day of the month) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I get paid every month, on the 31st. |
η τριακοστή πρώτη τουnoun (UK (thirty-first day of specified month) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The 31st May is a public holiday this year. |
εικοστός πρώτοςadjective (21st in a series or list) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Many challenges faced the world at the beginning of the twenty-first century. Ο κόσμος αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα |
εικοστός πρώτοςadjective (century: 2000-2099) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) What did you and your family do to usher in the twenty-first century? |
εικοστός πρώτοςnoun (in a series, list: 21st item, person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Jack was the twenty-first out of twenty-two people to win an award that night. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του first lieutenant στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του first lieutenant
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.