Τι σημαίνει το fish στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fish στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fish στο Αγγλικά.

Η λέξη fish στο Αγγλικά σημαίνει ψάρι, ψάρι, ψαρεύω, ψαρεύω, ψάχνω, δολάριο, ψαρεύω, χτενίζω, ψαρεύω, ψαρεύω κτ από κτ, ψαρεύω, ψαρεύω, εντελώς διαφορετικός, ψάρι έξω από το νερό, δύσκολη κατάσταση, δόλωμα, γοφάρι, οστεϊχθύς, φαστφουντάδικο, ψάρι-κλόουν, κρυόκωλος, πίνω σαν νεροφίδα, fish and chips, καλάθι τηγανίσματος, γυάλα, μικροσκόπιο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αυγοτάραχο, χαβιάρι, ιχθυοτροφείο, ιχθυοκαλλιέργεια, εκδήλωση στην οποία σερβίρονται ψάρια, ιχθυοτροφείο, αγκίστρι, ιχθυοδίοδος, ιχθυαγορά, ιχθυέλαιο, λιμνούλα με ψάρια, ιχθυοπωλείο, σπάτουλα, ψαροκροκέτα, ζωμός ψαριού, κατάστημα ενυδρείων, παρατραβηγμένη ιστορία, ενυδρείο, υπερευρυγώνιος, φακός fisheye, αγκίστρι, ιχθυάλευρο, πλατύψαρο, χελιδονόψαρο, ψάρι, ψαροκροκέτα, go fish, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έξω από τα νερά μου, λοφοπρίστης, ζάγκλος, σκαρίδα, φρούτο, ωμό ψάρι, ιστιοφόρος, κοπάδι ψάρια, ψάρι της θάλασσας, κοπάδι, τροπικό ψάρι, τόνος, δράκαινα, λευκό ψάρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fish

ψάρι

noun (aquatic animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My son has a pet fish.
Ο γιος μου έχει ένα ψάρι για κατοικίδιο.

ψάρι

noun (fish meat as food) (φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I prefer to eat fish for health reasons.
Προτιμώ να τρώω ψάρι για λόγους υγείας.

ψαρεύω

transitive verb (fish: try to catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's fishing trout.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αλιεύει σφουγγάρια.

ψαρεύω

intransitive verb (go angling)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On Sundays I go down to the river and fish.
Τις Κυριακές πηγαίνω στο ποτάμι και ψαρεύω.

ψάχνω

intransitive verb (figurative (search, rummage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Looking for her lipstick, she fished in her bag.
Έψαχνε στην τσάντα της, αναζητώντας το κραγιόν της.

δολάριο

noun (US, dated, slang (dollar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hey, man, do you have a spare twenty fish?

ψαρεύω

(figurative (seek) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She's fishing for compliments. Just ignore her.

χτενίζω

transitive verb (figurative (search through) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They're fishing the whole region for leads.

ψαρεύω

phrasal verb, transitive, separable (informal (retrieve, pick out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψαρεύω κτ από κτ

phrasal verb, transitive, separable (informal (retrieve, pick out) (καθομιλουμένη, μτφ)

He fished the twenty pound note out of the toilet.

ψαρεύω

phrasal verb, transitive, separable (US (from the water)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψαρεύω

phrasal verb, transitive, separable (US, figurative (dubious information) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll see if I can fish up any ideas for my next article.
Θα δω αν μπορώ να ψαρέψω καμιά ιδέα για το επόμενο άρθρο μου.

εντελώς διαφορετικός

noun (figurative, informal (entirely different matter, thing)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ψάρι έξω από το νερό

noun (figurative ([sb] in unfamiliar place, situation) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although a fantastic football player, he was a fish out of water on the golf course.

δύσκολη κατάσταση

noun (figurative, informal (difficult situation)

δόλωμα

noun (angling: fish used as lure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γοφάρι

noun (variety of marine fish) (ψάρι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οστεϊχθύς

(fish)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φαστφουντάδικο

noun (UK (take-away restaurant: sells fries)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψάρι-κλόουν

noun (bright orange striped fish)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κρυόκωλος

noun (informal, figurative (person: unfriendly) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's such a cold fish that she wouldn't even talk to me when I said hello.

πίνω σαν νεροφίδα

verbal expression (figurative (be an alcoholic) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He may not be an alcoholic but he certainly drinks like a fish.
Μπορεί να μην είναι αλκοολικός όμως πίνει σαν νεροφίδα.

fish and chips

noun (UK (British fried meal) (ξενικό)

Fish and chips is a common Friday-night meal in the UK.
Το fish and chips είναι το συνηθισμένο βραδινό της Παρασκευής στο ΗΒ.

καλάθι τηγανίσματος

noun (implement that holds frying fish)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γυάλα

noun (container for pet fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I need to clean the fish bowl this week.

μικροσκόπιο

noun (figurative (place, situation: no privacy) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I can't stand living in this fish bowl a minute longer!

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (black bird)

The fish crow is smaller than the American crow, with a higher-pitched caw.

αυγοτάραχο, χαβιάρι

plural noun (roe, caviar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She turned her nose up at the caviar, saying she didn't like fish eggs.

ιχθυοτροφείο

(fish breeding place)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιχθυοκαλλιέργεια

noun (breeding fish for food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκδήλωση στην οποία σερβίρονται ψάρια

noun (US (event: fried fish is served)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our church is having a fish fry on Friday.

ιχθυοτροφείο

noun (place where fish are bred)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The fish hatchery had a lot of pools where the fish matured.

αγκίστρι

noun (device: for catching fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I always enjoyed fishing, but I hated having to stick the live bait on the fish hook.

ιχθυοδίοδος

noun (allows fish past a dam)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ιχθυαγορά

noun (stalls selling fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Billingsgate is a famous fish market in London.

ιχθυέλαιο

noun (oil from oily fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fish oil contains several essential nutrients.

λιμνούλα με ψάρια

noun (small lake for keeping fish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιχθυοπωλείο

noun (store that sells fish to eat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπάτουλα

noun (kitchen tool) (διάτρητη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψαροκροκέτα

(piece of fish)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζωμός ψαριού

noun (bouillon flavored with fish) (μαγειρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To make good bouillabaisse you start with fresh fish stock.

κατάστημα ενυδρείων

noun (shop that sells fish as pets)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The fish store sells a wide variety of tropical fish.

παρατραβηγμένη ιστορία

noun (figurative, informal (far-fetched account)

ενυδρείο

noun (aquarium)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A large fish tank occupied one wall of the room. Clean the filter regularly to keep your fish tank free from algae.

υπερευρυγώνιος

adjective (lens, view: wide-angle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This photograph was taken with a wide-angled lens, and shows a fisheye view of the city.

φακός fisheye

noun (convex, very wide-angle lens)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Using a fisheye lens makes mediocre skateboarders look great.

αγκίστρι

noun (metal hook for catching fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιχθυάλευρο

noun (animal feed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πλατύψαρο

noun (plaice, flounder, turbot, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Flat fish like the flounder have both eyes on the same side of their head.

χελιδονόψαρο

noun (fish: leaps from water)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Flying fish leap from the water in order to avoid predators.

ψάρι

noun (caught for sport)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The crew hope to catch a variety of game fish such as tuna, blue marlin, and sailfish.

ψαροκροκέτα

noun (Jewish food: fish balls)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gefilte fish is traditionally eaten at Passover.

go fish

(card game) (παιχνίδι με τράπουλα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

έχω κι άλλα πράγματα να κάνω

verbal expression (figurative (have [sth] else to do)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't wait around here, I've other fish to fry.

έξω από τα νερά μου

adverb (out of place, out of one's element)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I always feel like a fish out of water at formal gatherings.

λοφοπρίστης

noun (type of duck)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζάγκλος

noun (tropical striped fish) (ιχθυολογία: τροπικό ψάρι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σκαρίδα

noun (tropical fish) (ψάρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φρούτο

noun (slang (strange person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Your uncle's a bit of a queer fish, I must say.

ωμό ψάρι

noun (food: fish that is uncooked)

Despite the popularity of sushi, raw fish is not usually considered healthy to eat.

ιστιοφόρος

noun (fish with long dorsal fin) (είδος ψαριού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοπάδι ψάρια

noun (fish swimming in a group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A school of fish swam through the coral.

ψάρι της θάλασσας

noun (animal: marine fish)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοπάδι

noun (group of fish)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A shoal of fish was visible in the clear water.

τροπικό ψάρι

noun (fish from tropical waters)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many collectors of tropical fish are particularly proud of their angelfish.

τόνος

noun (uncountable (flesh of tuna)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I ate seared tuna with a lime dressing.

δράκαινα

noun (fish: genus Trachinus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λευκό ψάρι

noun (term for many varieties of edible fish)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fish στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fish

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.