Τι σημαίνει το firm στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης firm στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του firm στο Αγγλικά.

Η λέξη firm στο Αγγλικά σημαίνει εταιρία, εταιρεία, σκληρός, σταθερός, σταθερός, σταθερός, ακλόνητος, σταθερός, ακλόνητος, αμετάκλητος, σταθερός, σφίγγω, σταθεροποιώ, γυμνάζομαι, γυμνάζω, οριστικοποιώ, ακράδαντη πεποίθηση, γερή βάση, αυστηρότητα, γερό κράτημα, επιβεβαιώνω τις λεπτομέρειες, δικηγορικό γραφείο, μένω σταθερός, παραμένω σταθερός, μικρή εταιρεία, μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης firm

εταιρία, εταιρεία

noun (partnership: professional services)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She ran a small advertising firm.
Διευθύνει μια μικρή διαφημιστική εταιρία (or: εταιρεία).

σκληρός

adjective (solid, strong)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bed was firm, but comfortable.
Το κρεβάτι ήταν σκληρό, αλλά άνετο.

σταθερός

adjective (securely fixed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A firm anchor will hold a ship in a gale.
Μια σταθερή άγκυρα θα συγκρατήσει το πλοίο σε περίπτωση ανεμοθύελλας.

σταθερός

adjective (without movement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Put in another nail to make it firm.
Βάλε άλλο ένα καρφί για να είναι σταθερό.

σταθερός, ακλόνητος

adjective (person: unwavering)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is firm in his beliefs and will not change his mind.
Είναι σταθερός (or: ακλόνητος) στις πεποιθήσεις του και δεν θα αλλάξει γνώμη.

σταθερός, ακλόνητος

adjective (person: resolute)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was firm in his decision to leave the company.
Έμεινε σταθερός στην απόφασή του να φύγει από την εταιρεία.

αμετάκλητος

adjective (decision, agreement) (επίσημο: δεν αλλάζει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He made a firm decision to stay home, and nobody could change his mind.
Πήρε την αμετάκλητη απόφαση να μείνει σπίτι και κανένας δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη.

σταθερός

adjective (prices: stable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He set a firm price for the car, and would not accept less.

σφίγγω

intransitive verb (become firm)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This cheesecake will firm overnight if you leave it in the refrigerator.

σταθεροποιώ

transitive verb (make firm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After planting seeds one must firm the soil.

γυμνάζομαι

phrasal verb, intransitive (person, muscles: get in shape)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve has started going to the gym to firm up.

γυμνάζω

phrasal verb, transitive, separable (make toned)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You really need to firm up your muscles.

οριστικοποιώ

phrasal verb, transitive, separable (details: confirm)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The managing director is keen to firm the contract up.

ακράδαντη πεποίθηση

noun (strongly-held opinion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She has a firm belief in her mother's knowledge. It is my firm belief that he is innocent.

γερή βάση

noun (figurative (secure position) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I was on firm ground in the history section of the quiz.

αυστηρότητα

noun (figurative (strict manner)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dictator ruled with a firm hand.

γερό κράτημα

noun (secure grasp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The army chief had a firm hold on power in the region.

επιβεβαιώνω τις λεπτομέρειες

verbal expression (informal (confirm, decide)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The two sides are meeting to firm up the details of the agreement.

δικηγορικό γραφείο

noun (company of lawyers)

When she's finished law school she's hoping to find a job in a well-known law firm.
Όταν τελειώσει τη νομική, ελπίζει να βρει δουλειά σε γνωστό δικηγορικό γραφείο.

μένω σταθερός, παραμένω σταθερός

(be decisive and determined)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He remained firm in the face of strong opposition.

μικρή εταιρεία

noun (company with few employees)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ours is a small firm with only 4 employees.

μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος

intransitive verb (be resolute)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He stood firm on his decision to go to college.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του firm στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του firm

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.