Τι σημαίνει το flake στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης flake στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flake στο Αγγλικά.
Η λέξη flake στο Αγγλικά σημαίνει νιφάδα, χιονονιφάδα, φλούδα, νιφάδα, αναξιόπιστος, ξεφλουδίζω, ξεφλουδίζω, κάνω πίσω, πουλάω, ξεραίνομαι, είδος παγωτό χωνάκι, μπούκοβο, είδος παγωτού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης flake
νιφάδα, χιονονιφάδαnoun (of snow) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ryan realized that it was snowing when a flake landed on his hand. Ο Ράυαν κατάλαβε πως χιόνιζε όταν μια νιφάδα προσγειώθηκε στο χέρι του. |
φλούδαnoun (flat piece) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aaron chipped a sharp flake of obsidian from the stone. Ο Άαρον έκοψε μια αιχμηρή νιφάδα οψιδιανού από την πέτρα. |
νιφάδαnoun (food) (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Karen stirred the dried potato flakes into the water to make mashed potatoes. Η Κάρεν ανακάτεψε τις αποξηραμένες νιφάδες πατάτας με νερό για να φτιάξει πουρέ. |
αναξιόπιστοςnoun (pejorative, informal (person: unreliable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erin was a notorious flake; her friends were surprised that she showed up at the party as promised. Δεν είναι να βασίζεσαι στην Έριν. Οι φίλοι της έμειναν έκπληκτοι όταν εμφανίστηκε στο πάρτι όπως είχε υποσχεθεί. |
ξεφλουδίζωintransitive verb (come off in flakes) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The paint on the old car had started to flake. |
ξεφλουδίζωphrasal verb, intransitive (become detached in thin pieces) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The house was so old the paint had begun to flake off. |
κάνω πίσωphrasal verb, intransitive (mainly US, slang (fail to meet obligations) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rick agreed to come to the party with me, but he flaked out at the last minute. |
πουλάω(mainly US, slang (fail to meet obligations) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) What? She's not coming? That's it! She's flaked out on me for the last time, we're through. |
ξεραίνομαιphrasal verb, intransitive (slang (collapse exhausted, fall asleep) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
είδος παγωτό χωνάκιnoun (UK (ice cream in cone with chocolate stick) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μπούκοβοplural noun (hot pepper) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είδος παγωτούnoun (UK (ice cream treat) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flake στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του flake
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.