Τι σημαίνει το leaf στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης leaf στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leaf στο Αγγλικά.

Η λέξη leaf στο Αγγλικά σημαίνει φύλλο, φύλλο, φύλλο, φύλλο, φύλλο, βγάζω φύλλα, ξεφυλλίζω, φύλλο δάφνης, φύλλα παντζαριού, φύλλο παντζαριού, φύλλο βετέλ, μεγάλο λάπαθο, δίφυλλος, τραπέζι με πτυσσόμενα άκρα, πρώτο φύλλο, φύλλο συκιάς, φύλλο συκής, τετράφυλλο τριφύλλι, τετράφυλλο τριφύλλι, λεπτό φύλλο χρυσού, φυλιίδα, σινάπι, φυλλοειδές ελατήριο, χύμα φύλλα τσαγιού, με αφαιρούμενα φύλλα, με ολόκληρα φύλλα, τετράφυλλο τριφύλλι, φύλλο σφενδάμου, φύλλο σφενδάμου, σινάπι, φύλλο φοίνικα, φύλλο τσαγιού, κλέφτης, γυρίζω σελίδα, αμπελόφυλλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης leaf

φύλλο

noun (tree: foliage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The trees lost their leaves early this year because of the frost.
Τα δέντρα έχασαν νωρίς τα φύλλα τους φέτος εξαιτίας του παγετού.

φύλλο

noun (sheet of paper, page)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben turned over a leaf in his book and kept reading.
Ο Μπεν γύρισε σελίδα στο βιβλίο του και συνέχισε να διαβάζει.

φύλλο

noun (part of table) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When the kids moved out Sam dropped the table leaves to make the dining table smaller.
Όταν τα παιδιά του Σαμ μετακόμισαν έβγαλε τα φύλλα από το τραπέζι για να γίνει μικρότερο.

φύλλο

noun (thin sheet of metal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The book was decorated with gold leaf.

φύλλο

noun (foliage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The leaf of the maple tree has three points.

βγάζω φύλλα

intransitive verb (grow leaves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The trees leafed late because of the long winter.

ξεφυλλίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (flip the pages of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I was leafing through an old magazine when the doctor came in.

φύλλο δάφνης

noun (aromatic leaf used in cooking)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Whenever I make a casserole, I add a bay leaf from my garden.
Όποτε φτιάχνω φαγητό στη γάστρα, προσθέτω ένα φύλλο δάφνης από τον κήπο μου.

φύλλα παντζαριού

noun (leaves of beetroot plant)

I served the meat with a plateful of healthy beet greens.
Σέρβιρα το κρέας με ένα γεμάτο πιάτο με υγιεινά φύλλα από παντζάρια.

φύλλο παντζαριού

noun (UK (beet greens: edible leaf of beet plant)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Rachel prepared a green salad of rocket and beet.

φύλλο βετέλ

noun (often plural (leaf of betel plant)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Betel leaves are ground to a paste and put to various medicinal uses.

μεγάλο λάπαθο

noun (leaf of dock herb)

If you're stung by a nettle, try rubbing a dock leaf on the sting.

δίφυλλος

adjective (window: two doors)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τραπέζι με πτυσσόμενα άκρα

noun (table with folding sides)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρώτο φύλλο

noun (paper at front or back of a book) (ανάλογα τη θέση)

φύλλο συκιάς

noun (literal (leaf of a fig tree)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A real fig leaf would be too itchy to wear.

φύλλο συκής

noun (figurative ([sth] that covers [sth] shameful)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τετράφυλλο τριφύλλι

noun (clover with four leaves)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I searched the grass for a four-leaf clover.

τετράφυλλο τριφύλλι

noun (symbol of good luck)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My dog's been a kind of four-leaf clover to me all his life.

λεπτό φύλλο χρυσού

noun (uncountable (thin sheet of gold)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It looks like solid gold but really it's only plaster covered with gold leaf.

φυλιίδα

noun (insect) (έντομο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σινάπι

noun (pungent edible plant) (φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Her grandmother always grew leaf mustard for making home remedies.

φυλλοειδές ελατήριο

(narrow, multiple spring)

χύμα φύλλα τσαγιού

noun (tea: in the form of leaves)

με αφαιρούμενα φύλλα

noun as adjective (binder: with removable pages)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με ολόκληρα φύλλα

noun as adjective (tea: in the form of leaves) (όχι σε φακελάκι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τετράφυλλο τριφύλλι

noun (four-leafed plant considered lucky)

φύλλο σφενδάμου

noun (leaf of hardwood maple tree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φύλλο σφενδάμου

noun (symbol: emblem of Canada)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Canada's symbol is the maple leaf.

σινάπι

noun (green vegetable)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο φοίνικα

noun (leaf of a palm tree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The gardeners neglected to pick up the cut palm leaves before they left.

φύλλο τσαγιού

noun (dried leaf of the tea plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some fortune-tellers use tea leaves to read fortunes.

κλέφτης

noun (UK, regional, slang (thief)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γυρίζω σελίδα

verbal expression (figurative (reform your behaviour) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμπελόφυλλο

noun (leaf of a climbing plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leaf στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του leaf

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.