Τι σημαίνει το peel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης peel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του peel στο Αγγλικά.

Η λέξη peel στο Αγγλικά σημαίνει φλούδα, ξεφλουδίζω, ξεφλουδίζω, ξεφλουδίζω, βγάζω, ξύνω κτ από κτ, ξεφλουδίζω, βγάζω, αφαιρώ, τραβάω, βγάζω, αφήνω πίσω, ξεφλουδίζω, αποχωρώ, μπανανόφλουδα, φλούδα πορτοκαλιού, τραβάω, προσπερνώ, ανακαλώ, βγάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης peel

φλούδα

noun (skin of fruit, vegetable)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is an old superstition that if you throw the unbroken peel of an apple over your shoulder, it will show the initial of the person you are going to marry. You can't eat banana peel.
Υπάρχει μια παλιά προκατάληψη που λέει πως αν ρίξεις ολόκληρη τη φλούδα ενός μήλου πάνω από τον ώμο σου, θα σου δείξει τα αρχικά του ατόμου που θα παντρευτείς. Δε μπορείς να φας τη φλούδα της μπανάνας.

ξεφλουδίζω

transitive verb (remove skin from: fruit, etc.) (αφαιρώ φλούδα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ray has been peeling potatoes all day.
Ο Ρέι καθαρίζει πατάτες όλη μέρα.

ξεφλουδίζω

intransitive verb (skin: flake, come off)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I got sunburnt last week and now my skin is peeling.
Έπαθα έγκαυμα από τον ήλιο την προηγούμενη εβδομάδα και τώρα το δέρμα μου ξεφλουδίζει.

ξεφλουδίζω

intransitive verb (paint, etc.: flake, come off)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We need to repaint this door; it's starting to peel.
Πρέπει να ξαναβάψουμε αυτήν την πόρτα. Αρχίζει να ξεφλουδίζει.

βγάζω

transitive verb (remove outer layer of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Grace peeled the bark from the tree.
Η Γκρέις έβγαλε τον φλοιό από το δέντρο.

ξύνω κτ από κτ

(remove: outer layer from [sth]) (με εργαλείο)

Harry peeled the old paint off the door before applying the new paint.
Ο Χάρυ έξυσε την παλιά μπογιά από την πόρτα πριν εφαρμόσει την καινούρια.

ξεφλουδίζω

(skin: flake)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγάζω

(remove: fruit skin)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I peeled off the skin of the apple, then cored it and cut it into wedges.

αφαιρώ, τραβάω, βγάζω

phrasal verb, transitive, separable (outer layer: remove)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He peeled away the latex mask to reveal his true identity.

αφήνω πίσω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (remove: [sth] concealing) (μεταφορικά)

The author peels away the layers of pretence to reveal the truth about polite 19th-century society.

ξεφλουδίζω

phrasal verb, intransitive (become detached)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The paint is peeling away from the wall.

αποχωρώ

phrasal verb, intransitive (figurative (leave a group)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
One by one the members of the group peeled off until only Nelson was left.
Ένα ένα τα μέλη της ομάδας αποχώρησαν μέχρι που είχε μείνει μόνο ο Νέλσον.

μπανανόφλουδα

noun (banana's outer skin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Have you ever seen anyone slip on a banana peel in real life?

φλούδα πορτοκαλιού

noun (outer skin of an orange)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
For fun, some people put a wedge of orange peel between their front teeth and lips, then smile to show the orange peel.

τραβάω

(literal (remove: covering)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπερνώ

(figurative (remove, set aside) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peel back the layers and look at the root of the problem.
Προσπέρασε την επιφάνεια και δες τη ρίζα του προβλήματος.

ανακαλώ

(figurative (repeal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They protested efforts to peel back election reforms.
Διαμαρτυρήθηκαν για τις προσπάθειες να ανακληθούν οι εκλογικές μεταρρυθμίσεις.

βγάζω

(figurative (remove: layer by layer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The striptease dancer peeled off her clothes during the show.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του peel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του peel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.