Τι σημαίνει το flashing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης flashing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flashing στο Αγγλικά.

Η λέξη flashing στο Αγγλικά σημαίνει αναβοσβήσιμο, επίδειξη γυμνού σώματος, λάμψη, κύμα, φλας, ανάβω, δείχνω, φανταχτερός, αστραφτερός, έκτακτος, γρήγορα, φανταχτερά, κύμα, κλάσματα του δευτερολέπτου, αστράφτω, επιδεικνύω τα γεννητικά μου όργανα, δείχνω τα γεννητικά μου όργανα, επιδεικνύω, επιδεικνύω, φως που αναβοσβήνει, σημείο ανάφλεξης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης flashing

αναβοσβήσιμο

noun (light going on and off) (φως)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The constant flashing of cameras hurt Jillian's eyes as she walked down the red carpet.

επίδειξη γυμνού σώματος

noun (colloquial (public exposure of genitals)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Harry's neighbor was taken to the police station on suspicion of flashing.
Ο γείτονας του Χάρυ μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα με την υποψία ότι είναι επιδειξίας.

λάμψη

noun (burst of light)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a bright flash when the firework exploded.
Υπήρχε μια έντονη λάμψη όταν εξερράγη το πυροτέχνημα.

κύμα

noun (figurative (sudden sensation) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan felt a flash of anger when somebody pushed in front of him in the queue.
Ο Νταν ένιωσε ένα κύμα οργής όταν κάποιος χώθηκε μπροστά του στην ουρά.

φλας

noun (lightbulb on a camera)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Kate turned off the flash on her camera to get more realistic lighting in her picture.
Η Κέιτ έσβησε το φλας στην φωτογραφική της για να έχει πιο ρεαλιστικό φως η φωτογραφία της.

ανάβω

intransitive verb (emit a burst of light)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A light flashed briefly in an upstairs room and then the house returned to complete darkness.
Ένα φως άναψε στιγμιαία σε ένα δωμάτιο επάνω και μετά το σπίτι επέστρεψε στο απόλυτο σκοτάδι.

δείχνω

transitive verb (show quickly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The policeman flashed his badge.
Ο αστυνομικός έδειξε το σήμα του.

φανταχτερός, αστραφτερός

adjective (slang (showy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The rumors started when he bought his girlfriend a very flash ring.

έκτακτος

adjective (informal (sudden, brief)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A flash sale brought crowds to the store yesterday, but today the store is almost empty again. People on Wall Street still talk about the flash crash of 2010.

γρήγορα

adverb (done quickly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Flash frozen vegetables still have most of their nutrients.
Τα λαχανικά που έχουν καταψυχθεί γρήγορα διατηρούν τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά τους.

φανταχτερά

adverb (slang (in a showy way)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
People think someone who dresses flash must be rich.

κύμα

noun (figurative (sudden emotion) (μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aaron felt a flash of frustration and scowled.

κλάσματα του δευτερολέπτου

noun (short moment)

When the accident happened, help arrived in a flash.

αστράφτω

intransitive verb (camera bulb: go off)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cameras were flashing as the star walked along the red carpet.

επιδεικνύω τα γεννητικά μου όργανα

intransitive verb (expose private parts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter was arrested when the police caught him flashing again.

δείχνω τα γεννητικά μου όργανα

transitive verb (expose private parts to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Erin flashed a stranger on the street.
Η Έριν ξεβρακώθηκε μπροστά σε έναν άγνωστο στο δρόμο.

επιδεικνύω

transitive verb (body part: expose) (για μέρη σώματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen flashed her breasts.

επιδεικνύω

(body part: expose to [sb]) (για μέρη σώματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter flashed his butt at an old woman.

φως που αναβοσβήνει

noun (light that goes on and off quickly)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σημείο ανάφλεξης

noun (temperature at which vapor burns) (κυριολεκτικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flashing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.