Τι σημαίνει το flat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης flat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flat στο Αγγλικά.

Η λέξη flat στο Αγγλικά σημαίνει επίπεδος, ισόπεδος, χωρίς μεταβολή, ξεφούσκωτος, διαμέρισμα, λάστιχο, επίπεδος, ξαπλωμένος, άγευστος, ξεθυμασμένος, κατηγορηματικός, απερίφραστος, μονότονος, ματ, ύφεση, παράφωνος, ακουμπώ, σταθερός, flat, εντελώς, τελείως, ακριβώς, οριστικά, αμετάκλητα, παράφωνα, ύφεση, πεδιάδα, βάλτος, φλατ, παπούτσι χωρίς τακούνι, χαμηλώνω, διαμέρισμα σε σοφίτα, υπόγειο διαμέρισμα, αποτυγχάνω παταγωδώς, δεν ενθουσιάζομαι, πλάκα, επίπεδη ράχη, βιβλίο με επίπεδη ράχη, άδεια μπαταρία, ταπί, στον άσο, πανί με πανί, τραγιάσκα, πάγια χρηματική αμοιβή, πλατύψαρο, ξαπλωμένος ανάσκελα, ανήμπορος, αβοήθητος, απόλυτα, πλήρως, στο μέγιστο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κατηγορηματικά, τελείως, απολύτως, εντελώς, ολότελα, ανοιχτό εμπορευματοκιβώτιο, επίπεδο εμπορευματοκιβώτιο, σταθερό επιτόκιο, ταράτσα, επίπεδη οθόνη, σεντόνι χωρίς λάστιχο, ενιαίος φόρος, ξεφουσκωμένο λάστιχο, υφαντός, επίπεδη βάρκα, με επίπεδο στήθος, συναρμολογούμενο έπιπλο, συναρμολογούμενος, τηλεόραση με επίπεδη οθόνη, συγκατοίκηση, με επίπεδη κορυφή, επίπεδη φορτάμαξα, πλατυποδία, ναύτης, που έχει πλατυποδία, απροετοίμαστος, βαρετός, επίπεδος, ντόμπρος, σίδερο, τριγωνικός, διπλώνω, διπλώνω, ξεφουσκώνω, ξεθυμαίνω, επέκταση σπιτιού για να μείνουν ηλικιωμένοι συγγενείς, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, απλώνω, ξαπλώνω, ξαπλώνω κπ κάτω, είμαι ξαπλωμένος, είμαι απλωμένος, λασπότοπος, αλυκή, μικρό διαμέρισμα, στούντιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης flat

επίπεδος, ισόπεδος

adjective (level)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ground was flat enough to put a chair on.
Το έδαφος ήταν αρκετά επίπεδο (or: ισόπεδο) για να τοποθετηθεί μια καρέκλα.

χωρίς μεταβολή

adjective (financial market: unchanged) (χρηματιστήριο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The markets were flat today.
Ο Γενικός Δείκτης Τιμών παρέμεινε αμετάβλητος.

ξεφούσκωτος

adjective (deflated) (λάστιχο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bike tyre is a little flat. It needs to be pumped up.
Το λάστιχο του ποδηλάτου είναι λίγο ξεφούσκωτο. Θέλει φούσκωμα.

διαμέρισμα

noun (UK (apartment: single-story residence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My flat is very small; it only has one bedroom.
Το διαμέρισμά μου είναι πολύ μικρό. Έχει μόνο ένα υπνοδωμάτιο.

λάστιχο

noun (deflated tyre) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The car had a flat, so we had to stop to get a new tyre.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μείναμε από λάστιχο σε μια ερημική περιοχή.

επίπεδος

adjective (smooth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She went on a diet to regain her flat stomach.

ξαπλωμένος

adjective (extended, prone)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He lay flat so the enemy couldn't see him.

άγευστος

adjective (US (without taste)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We expected a rich taste, but it was a little flat.

ξεθυμασμένος

adjective (without effervescence) (καθομιλουμένη, μτφ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The Coke was opened hours ago and it is now flat.

κατηγορηματικός, απερίφραστος

adjective (categorical, definite)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He issued a flat denial that he was gambling.

μονότονος

adjective (monotonous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The speaker's delivery was flat and boring.

ματ

adjective (matte finish, not reflective)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The model is painted with flat paint, not glossy.

ύφεση

adjective (music: key)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The next piece is in B-flat.

παράφωνος

adjective (music: below pitch)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His voice was flat and he sounded awful.

ακουμπώ

adjective (touching closely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The board was flat with the side of the house.

σταθερός

adjective (without variation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Internet access is sold for a flat rate per month.

flat

adjective (tennis shot: no spin)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A top-spin shot will bounce much higher than a flat shot.

εντελώς, τελείως

adverb (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I am flat broke. I need to get a job.

ακριβώς

adverb (time: exactly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He made it back in ten minutes flat.

οριστικά, αμετάκλητα

adverb (definitively, absolutely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He turned me down flat.

παράφωνα

adverb (music: below pitch)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He always sings flat.

ύφεση

noun (music: a note one half tone down)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was supposed to play a sharp, but she played a flat.

πεδιάδα

noun (level land tract)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They walked across the flats near the river.

βάλτος

noun (marsh, shallow)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nobody goes to the flats. It is dangerous with all the snakes and crocodiles.

φλατ

noun (tennis) (σερβίς στο τέννις)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παπούτσι χωρίς τακούνι

plural noun (low-heeled shoe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She hated high heels and usually wore flats.

χαμηλώνω

transitive verb (US (musical note: flatten, make flat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαμέρισμα σε σοφίτα

noun (apartment in a loft)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The trouble with living in an attic flat is that it's cold in winter and boiling hot in the summer.

υπόγειο διαμέρισμα

noun (apartment below ground level)

αποτυγχάνω παταγωδώς

verbal expression (figurative (fail)

δεν ενθουσιάζομαι

(be unenthused)

πλάκα

adjective (informal (without any curves or bumps) (καθομ: επίπεδος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

επίπεδη ράχη

noun (book spine) (βιβλίο)

βιβλίο με επίπεδη ράχη

noun (book with flat spine)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άδεια μπαταρία

noun (power cell that has run down) (καθομιλουμένη)

I couldn't call you last night because my mobile phone had a flat battery and I didn't have my charger on me.

ταπί, στον άσο, πανί με πανί

adjective (informal (having no money)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
After fixing the house up to our taste we were flat broke.

τραγιάσκα

noun (man's cloth cap)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The old man was wearing a flat cap.

πάγια χρηματική αμοιβή

noun (set cost)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She paid a flat fee of $50 a month for her phone bill.

πλατύψαρο

noun (plaice, flounder, turbot, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Flat fish like the flounder have both eyes on the same side of their head.

ξαπλωμένος ανάσκελα

expression (lying supine)

After that 10 mile hike, he was so tired he was flat on his back for an hour.

ανήμπορος, αβοήθητος

expression (figurative (helpless, defeated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απόλυτα, πλήρως, στο μέγιστο

adverb (informal (intensively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We're working flat out to secure the best possible results.
Δουλεύουμε στο μέγιστο για να εξασφαλίσουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adverb (informal (at top speed)

The steering feels light, even when travelling flat out.

κατηγορηματικά

adverb (informal (outright)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She flat out refused to speak to me.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά να μου μιλήσει.

τελείως, απολύτως, εντελώς, ολότελα

adverb (informal (downright)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stealing the old lady's handbag was flat out wrong.
Η κλοπή της τσάντας της γηραιάς κυρίας ήταν εντελώς λάθος.

ανοιχτό εμπορευματοκιβώτιο, επίπεδο εμπορευματοκιβώτιο

noun (open transportation container)

σταθερό επιτόκιο

noun (single, fixed fee)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταράτσα

noun (top of building: flat, horizontal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίπεδη οθόνη

noun (LCD or plasma monitor)

My new flat screen allows me more room for my keyboard. I've recently bought a new flat screen for the living room.
Η νέα επίπεδη οθόνη μου αφήνει περισσότερο χώρο για το πληκτρολόγιο. Πρόσφατα αγόρασα μια καινούρια επίπεδη οθόνη για το καθιστικό.

σεντόνι χωρίς λάστιχο

noun (bed linen)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
It takes a little longer to make a bed with a flat sheet rather than a fitted sheet.

ενιαίος φόρος

noun (set rate of tax) (μη αναλογικός)

ξεφουσκωμένο λάστιχο

noun (deflated wheel cover on a vehicle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you drive just a short way with a flat tire, you may have to replace the metal wheel as well.

υφαντός

adjective (fabric: woven on a loom) (σε αργαλειό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επίπεδη βάρκα

adjective (boat: having a flat base)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some flat-bottomed boats have glass in the bottom so you can view the sea life.

με επίπεδο στήθος

adjective (woman: having small breasts)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's so flat-chested that she's often mistaken for a boy.

συναρμολογούμενο έπιπλο

noun (piece of self-assembly furniture)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
That store only sells flat-packs, so you have to put everything together yourself.

συναρμολογούμενος

noun as adjective (needing to be assembled)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τηλεόραση με επίπεδη οθόνη

noun (informal, abbreviation (flat-screen television)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can hang a flat-screen TV on the wall like a picture.

συγκατοίκηση

noun (UK (shared apartment)

με επίπεδη κορυφή

adjective (flat upper part)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επίπεδη φορτάμαξα

noun (railway: car with no sides) (σιδηρόδρομος)

πλατυποδία

noun (foot condition: low arches)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ναύτης

noun (dated, slang (sailor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που έχει πλατυποδία

adjective (having a low foot arch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Being flat-footed can keep you out of the army because you can't march long distances.

απροετοίμαστος

adjective (figurative, informal (unprepared)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was caught flat-footed when they asked me to make an impromptu speech.

βαρετός

adjective (figurative, informal (clumsy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is flat-footed at parties, but in private conversation his wit shows through.

επίπεδος

adjective (figurative, informal (unimaginative) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Their flat-footed strategy cost them the game.

ντόμπρος

adjective (US, figurative, informal (blunt, direct) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a flat-footed, plain speaking guy.

σίδερο

noun (historical (pressing iron heated on the stove) (παλαιού τύπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τριγωνικός

noun as adjective (building: triangular) (που έχει τριγωνική κάτοψη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διπλώνω

(be collapsible) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My ironing board folds flat for easy storage.

διπλώνω

(collapse [sth] into compact form)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεφουσκώνω

(tyre)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The front tyre on my bicycle has gone flat.

ξεθυμαίνω

(fizzy drink) (μεταφορικά: αναψυκτικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This fizzy lemonade has gone flat.

επέκταση σπιτιού για να μείνουν ηλικιωμένοι συγγενείς

noun (UK, informal (annexe for an elderly relative)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ

transitive verb (US, Informal ([sth]: know or understand completely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After weeks of practice, she had the lyrics to the three most common songs down flat.

απλώνω

(spread [sth] across an even surface)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You must lay the book out flat in order to photocopy it well.

ξαπλώνω

(place [sb] in lying position)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor told me to lay him flat on the ground so he could check his pulse.

ξαπλώνω κπ κάτω

(figurative, informal (knock [sb] over) (καθομιλουμένη)

After the punch laid the boxer flat, the referee declared his opponent the winner.

είμαι ξαπλωμένος

(person: lie stretched out)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

είμαι απλωμένος

(object: resting low horizontally)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

λασπότοπος

noun (often plural (muddy wetland)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αλυκή

noun (area of salty wetland)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρό διαμέρισμα

noun (UK (little apartment)

We would've liked a house but we could only afford a small flat.

στούντιο

noun (one-room dwelling)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She could only afford to rent a small studio apartment.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του flat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.