Τι σημαίνει το flap στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης flap στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flap στο Αγγλικά.

Η λέξη flap στο Αγγλικά σημαίνει πτερύγιο, κουνάω, κουνώ, κυματίζω, ανεμίζω, flap, φλαπ, πτυσσόμενο φύλλο, αναστάτωση, κρημνός, κρημνός, φλυαρώ, φρικάρω, κουνάω, κουνώ, άνοιγμα/πορτάκι για γάτα, προκαλώ αναστάτωση, με πιάνει πανικός, αγχωμένος, λασπωτήρας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης flap

πτερύγιο

noun (covering: one edge attached)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Simon folded down the flap and sealed the envelope.
Ο Σάιμον δίπλωσε το καπάκι και σφράγισε τον φάκελο.

κουνάω, κουνώ

transitive verb (wings: move, beat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bat flapped its wings.
Η νυχτερίδα κουνούσε τα φτερά της.

κυματίζω, ανεμίζω

intransitive verb (be blown to and fro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The flag flapped in the wind.
Η σημαία κυμάτιζε στον αέρα.

flap, φλαπ

noun (on airplane)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The flight crew checked the flaps on the wings.

πτυσσόμενο φύλλο

noun (folding or sliding piece)

Nina pulled out the flaps to extend the table.

αναστάτωση

noun (agitation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jerry arrived home to find his daughters arguing. "What's all this flap about?" he asked.

κρημνός

noun (medicine: skin still attached at base)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κρημνός

noun (medicine: skin graft)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φλυαρώ

verbal expression (slang (talk a lot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jared had been flapping his gums for over an hour and his friends were starting to get bored.

φρικάρω

intransitive verb (UK, figurative, informal (panic, get agitated) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Calm down! You're always flapping about something.

κουνάω, κουνώ

transitive verb (move up and down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose flapped a tea towel, trying to clear the smoke from the kitchen.

άνοιγμα/πορτάκι για γάτα

noun (opening in door for cat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We've just fitted a cat flap into the kitchen door so that our cat Jake can come and go as he pleases.

προκαλώ αναστάτωση

verbal expression (figurative, informal, UK (create a fuss, commotion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με πιάνει πανικός

verbal expression (figurative, informal, UK (panic, be agitated)

αγχωμένος

adjective (figurative, informal, UK (agitated state)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Judy was in a flap, because she was late for work and couldn't find her keys.

λασπωτήρας

noun (anti-dirt guard on a vehicle) (προστασία από λάσπη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We installed mudflaps on the truck to help keep the trailer clean.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flap στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.