Τι σημαίνει το forest στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης forest στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του forest στο Αγγλικά.

Η λέξη forest στο Αγγλικά σημαίνει δάσος, ωκεανός, φυτεύω, Μέλανας Δρυμός, τροπικό δάσος, δασοπροστασία, δασοκάλυψη, πυρκαϊά, δασικός τάπητας, λαδί, λαδί, μονοπάτι στο δάσος, δασονόμος, δασοφύλακας, δασόβιος, φρούτα του δάσους, φρούτα του δάσους, υποθαλάσσιο δάσος kelp, εθνικός δρυμός, πευκοδάσος, δάσος της βροχής, προστατευόμενη δασική περιοχή, δάσος ξυλείας, τροπικό δάσος, τροπικό δάσος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης forest

δάσος

noun (wooded place)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a forest behind our house, not just some woods.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κλείδωσε το σπίτι και πήρε τα βουνά και τους λόγγους

ωκεανός

noun (figurative (many) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a forest of problems that they had to deal with.

φυτεύω

transitive verb (plant and grow trees)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johnny Appleseed is said to have forested Ohio in apple trees.

Μέλανας Δρυμός

noun (Germany: wooded area)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τροπικό δάσος

noun (many trees with clouds above)

Many tropical birds live in the cloud forest.

δασοπροστασία

noun (preservation of woodland areas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Forest conservation is a hot topic in Brazil.

δασοκάλυψη

noun (total area of wooded land)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a direct relation between disappearance of forest cover and extinction of species of animals.

πυρκαϊά

noun (fire in a woodland area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a high risk of forest fires in that area due to lack of rain.

δασικός τάπητας

noun (ground layer of a forest)

λαδί

noun (olive-green color) (ανάλογα την απόχρωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λαδί

adjective (olive green in color) (ανάλογα την απόχρωση)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μονοπάτι στο δάσος

noun (path in a woodland area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They strolled down the forest path until they came to a beautiful clearing.

δασονόμος, δασοφύλακας

noun (cares for forest areas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If a forest ranger catches you smoking in here, you'll get a big fine.

δασόβιος

adjective (living in the woods)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The forest-dwelling animals fled to the grassland as the wildfire spread.

φρούτα του δάσους

plural noun (mixture of different berries)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
This yoghurt is made with fruits of the forest.

φρούτα του δάσους

noun as adjective (flavored with various berries)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
At his dinner party, Rav served fruits of the forest ice cream.

υποθαλάσσιο δάσος kelp

noun (area of dense seaweed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This type of fish is usually found in or around kelp forests.

εθνικός δρυμός

noun (woodland owned by government)

πευκοδάσος

noun (forest: mostly pine trees)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δάσος της βροχής

noun (dense woodland in rainy region)

Western Canada has several areas of rainforest.
Στον δυτικό Καναδά υπάρχουν αρκετά βροχοδάση.

προστατευόμενη δασική περιοχή

noun (protected woodland area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δάσος ξυλείας

noun (woodland area grown for lumber)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could hear the chainsaws in the timber forest from quite a distance.

τροπικό δάσος

noun (dense woodland in equatorial area)

τροπικό δάσος

noun (dense woodland in equatorial area)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του forest στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του forest

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.