Τι σημαίνει το burning στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης burning στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του burning στο Αγγλικά.
Η λέξη burning στο Αγγλικά σημαίνει φλεγόμενος, φλογερός, κάψιμο, τσούξιμο, καυτός, φλέγων, ανάφλεξη, κάψιμο, καίω, καίω, καίγομαι, έγκαυμα, έγκαυμα, κάψιμο, κάψιμο, καίγομαι, καίω, καίω, καίω, βράζω, καίγομαι, καίγομαι στην κόλαση, καίγομαι, καίω, καίω, κατατροπώνω, γράφω, καίω, κάψιμο βιβλίων, φλεγόμενη βάτος, καυτός, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, καυστικός πόνος, φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημα, κρίσιμη ερώτηση, αυτός που ψήνεται από τον πυρετό, δίκταμο, που καίει πετρέλαιο, αργής καύσης, που δυναμώνει με τον χρόνο, που εξελίσσεται αργά, που προχωράει αργά, ξυλόσομπα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης burning
φλεγόμενοςadjective (on fire) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Fire fighters raced to the burning building. Οι πυροσβέστες έτρεξαν γρήγορα προς το φλεγόμενο κτίριο. |
φλογερόςadjective (figurative (desire: ardent) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He could barely control his burning desire. Με το ζόρι μπορούσε να ελέγξει τον φλογερό του πόθο. |
κάψιμο, τσούξιμοadjective (figurative (sensation: stinging) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The solution may cause a burning sensation. Το διάλυμα μπορεί να προκαλέσει μια αίσθηση καψίματος. |
καυτόςadjective (extremely hot) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φλέγωνadjective (figurative (issue: urgent) (μεταφορικά) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) The burning problem is that so much is at stake. |
ανάφλεξηnoun (act of combusting) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The burning of fossil fuels releases carbon dioxide. |
κάψιμοnoun (destruction of [sth] for ideological reasons) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many beautiful buildings were destroyed during the burning of Atlanta. Πολλά όμορφα κτίρια καταστράφηκαν κατά την πυρπόληση της Ατλάντα. |
καίωtransitive verb (set afire) (βάζω φωτιά σε) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He burned the documents so nobody would ever see them. Έκαψε τα έγγραφα για να μην τα δει ποτέ κανένας. |
καίωtransitive verb (energy, calories) (ενέργεια, θερμίδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let the kids run around so they burn all their energy. Άσε τα παιδιά να τρέχουν, για να κάψουν έτσι όλη τους της ενέργεια. |
καίγομαιintransitive verb (be on fire) (είμαι στις φλόγες) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The log in the fireplace will burn for three hours. Το κούτσουρο στη φωτιά θα καίγεται για τρεις ώρες. |
έγκαυμαnoun (injury) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The burn took a week to heal. Το έγκαυμα έκανε μια εβδομάδα να γιατρευτεί. |
έγκαυμαnoun (sunburn) (από έκθεση σε ήλιο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He got a bad burn while lying in the sun at the pool yesterday. Έκανε ηλιοθεραπεία χθες στην πισίνα, με αποτέλεσμα να πάθει άσχημο έγκαυμα. |
κάψιμοnoun (scorched mark, area) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In the field, you could see the burn that the lightning had caused. |
κάψιμοnoun (feel as if from fire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The burn from a cold wind can be painful. |
καίγομαιintransitive verb (undergo combustion) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Charcoal will burn slowly, with no flames visible. |
καίωintransitive verb (glow, be illuminated) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The lantern burned all night long. |
καίωintransitive verb (emit heat) (είμαι καυτός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The hot coals continue to burn after the fire goes out. |
καίωintransitive verb (cause a stinging sensation) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His arms burned after lifting weights for an hour. |
βράζωintransitive verb (feel anger) (μτφ: είμαι θυμωμένος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He was still burning about the subject two weeks later. |
καίγομαιintransitive verb (become overcooked) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Remember to take the chicken off the stove; don't let it burn this time! |
καίγομαι στην κόλασηintransitive verb (slang, figurative (be executed) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I want to see that criminal burn! |
καίγομαιintransitive verb (be sunburned) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Be careful! Don't burn on the beach, or you won't be able to go in the water. |
καίωtransitive verb (combust fuel) (καταναλώνω καύσιμο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The plane must have burned a thousand litres by now. |
καίωtransitive verb (US, slang, figurative (make angry) (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The thought that John is dating his ex-girlfriend really burns him. |
κατατροπώνωtransitive verb (US, slang (sports: beat, score against) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The Bulls really burned the Knicks in last night's basketball game! |
γράφωtransitive verb (record on CD) (σε CD) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll burn the music on a CD for you. Θα σου γράψω ένα CD με τα τραγούδια. |
καίωtransitive verb (scorch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The area was like a desert. The sun's heat had burned all the vegetation. |
κάψιμο βιβλίωνnoun (ideological: destroying books) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The book burnings were motivated by the Church's objection to scientific thinking. |
φλεγόμενη βάτοςnoun (Bible: in Book of Exodus) |
καυτόςadjective (intensely hot) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The soup was burning hot. |
φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημαnoun (urgent matter for discussion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Today's burning issue is deciding where to go for lunch. |
φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημαnoun (keenly-debated topic) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Religion is always a burning issue. |
καυστικός πόνοςnoun (pain with a hot sensation) |
φλέγον θέμα, φλέγον ζήτημαnoun (urgent matter for discussion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κρίσιμη ερώτησηnoun (question needing an urgent answer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I have a burning question. I need to know when you saw him last. |
αυτός που ψήνεται από τον πυρετόadjective (figurative, informal (with fever) (μεταφορικά) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I felt Samantha's forehead: she was burning up. |
δίκταμοnoun (aromatic herb) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που καίει πετρέλαιοadjective (using oil as fuel) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There is an oil-burning stove in the kitchen. |
αργής καύσηςadjective (fuel: taking a long time to burn) (σε γενική) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που δυναμώνει με τον χρόνοadjective (figurative (emotion: taking time to build) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που εξελίσσεται αργά, που προχωράει αργάadjective (figurative (story: taking time to develop) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξυλόσομπαnoun (cooker: fueled by wood) (με δυνατότητα μαγειρέματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του burning στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του burning
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.