Τι σημαίνει το bush στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bush στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bush στο Αγγλικά.
Η λέξη bush στο Αγγλικά σημαίνει θάμνος, ύπαιθρος, αγροίκος, άξεστος, ακαλλιέργητος, θάμνος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κισσός, αλσύλλιο για ξύλευση, θάμνοι, γίνομαι φουντωτός, καλύπτω κτ με θάμνους, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, υπεκφεύγω, υπεκφυγή, βατομουριά, μύρτιλο, φλεγόμενη βάτος, ημιπίθηκος, φαγητά από τρόφιμα που υπάρχουν μόνο στην Αυστραλία, πιλότος μικρού αεροσκάφους, μικρό αεροσκάφος που δεν απαιτεί αεροδρόμιο για την απογείωση και την προσγείωσή του, εδώδιμα γηγενή της Αυστραλίας, δίκταμο, τριανταφυλλιά, ευώνυμο, ευθέως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bush
θάμνοςnoun (plant) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We planted some bushes in front of our new house. Φυτέψαμε μερικούς θάμνους μπροστά από το καινούριο σπίτι μας. |
ύπαιθροςnoun (rural, forest area) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The explorers spent two months wandering in the bush. Οι εξερευνητές πέρασαν δύο μήνες περιπλανώμενοι στην ύπαιθρο. |
αγροίκος, άξεστος, ακαλλιέργητοςnoun as adjective (US, Can, AU (rural, not sophisticated) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We stayed in a lodge in a beautiful bush setting. |
θάμνοςnoun (figurative, vulgar, slang (woman's pubic hair) (αργκό, χυδαίο, μτφ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Does she shave her bush? |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (engineering: bearing) |
κισσόςnoun (archaic (ivy decoration at tavern) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) An ivy bush atop a pole indicated the presence of a tavern. |
αλσύλλιο για ξύλευσηnoun (Can (land used for timber) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θάμνοιnoun (thicket) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Wear long sleeves when you prune the bush; there are lots of thorns. |
γίνομαι φουντωτόςintransitive verb (grow bushy) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) My tomato plants are starting to bush; they should produce lots of fruit. |
καλύπτω κτ με θάμνουςtransitive verb (cover [sth] with bushes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We should bush the motorcycle to camouflage it. |
κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέριexpression (Don't risk what you have.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm told I can do better if I keep looking for opportunities, but I'll stay at this job for now; after all, a bird in the hand is worth two in the bush. |
υπεκφεύγωverbal expression (figurative (avoid getting to the point) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stop beating around the bush and give me the real reason! |
υπεκφυγήnoun (not getting to the point) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All this beating around the bush is starting to annoy me; just say yes or no! |
βατομουριάnoun (shrub that bears blackberries) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There are blackberries near the back of the orchard. |
μύρτιλοnoun (bush that bears blueberries) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The plants by the fence aren't raspberries, they're blueberries. |
φλεγόμενη βάτοςnoun (Bible: in Book of Exodus) |
ημιπίθηκοςnoun (African mammal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φαγητά από τρόφιμα που υπάρχουν μόνο στην Αυστραλίαplural noun (native Australian foods) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πιλότος μικρού αεροσκάφους(small aircraft pilot) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
μικρό αεροσκάφος που δεν απαιτεί αεροδρόμιο για την απογείωση και την προσγείωσή τουnoun (for remote areas) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) A bush plane is sometimes the only means of getting to remote locations. |
εδώδιμα γηγενή της Αυστραλίαςnoun (Australian native foods) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δίκταμοnoun (aromatic herb) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τριανταφυλλιάnoun (tree bearing roses) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευώνυμοnoun (variety of shrub) (θάμνος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ευθέωςadverb (informal (in a straightforward way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He told me right away what he thought, without beating about the bush. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bush στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bush
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.