Τι σημαίνει το frown στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης frown στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του frown στο Αγγλικά.

Η λέξη frown στο Αγγλικά σημαίνει συνοφρυώνομαι, αγριοκοιτάζω, κατσουφιάζω, συνοφρύωμα, κατσούφιασμα, αποδοκιμάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης frown

συνοφρυώνομαι

intransitive verb (crease brow: disapproval, concentration)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate frowned as she tried to work out the difficult equation.
Η Κέιτ συνοφρυώθηκε ενώ προσπαθούσε να λύση τη δύσκολη εξίσωση.

αγριοκοιτάζω

(scowl, show disapproval)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't frown at me; I'm not the one who wrecked your car.
Μη με αγριοκοιτάζεις, δεν κατέστρεψα εγώ το αυτοκίνητό σου.

κατσουφιάζω

intransitive verb (US (make a sad face)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There's no need to frown; cheer up!
Δεν υπάρχει λόγος να κατσουφιάζεις. Ανέβα!

συνοφρύωμα

noun (expression: creased brow)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul's dad always had a disapproving frown on his face.
Ο πατέρας του Πωλ είχε πάντα ένα αποδοκιμαστικό συνοφρύωμα στο πρόσωπό του.

κατσούφιασμα

noun (US (expression: sad mouth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The child's mouth was downturned in a frown.

αποδοκιμάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (disapprove of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Teachers frown on students being late for class. Management frowns upon employees socializing at the water cooler.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του frown στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.