Τι σημαίνει το frozen στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης frozen στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του frozen στο Αγγλικά.

Η λέξη frozen στο Αγγλικά σημαίνει παγωμένος, κατεψυγμένος, παγωμένος, παγωμένος, που τον έχουν παγώσει, που έχει παγώσει από, παγωμένος από κτ, παγώνω, παγώνω, ξεπαγιάζω, ξεπαγιάζω, καταψύχω, Ακίνητος!, πάγωμα, παγώνω, κολλάω, πήζω, παγώνω, το δάγκωσα από το κρύο, παγωμένη κρέμα, παγωτό, κατεψυγμένα τρόφιμα, διάδρομος με τα κατεψυγμένα, παγωμένος ώμος, εντελώς παγωμένος, που έχει παγώσει, που έχει ξεπαγιάσει, που έχει παγώσει, παγωμένο γιαούρτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης frozen

παγωμένος

adjective (not liquid)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jared waited until the ice cream was frozen.
Ο Τζάρεντ περίμενε να παγώσει το παγωτό.

κατεψυγμένος

adjective (preserved in freezer)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jared added some frozen spinach to the stew.

παγωμένος

adjective (figurative (very cold)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Kate wandered over the frozen landscape.
Η Κέιτ περιπλανήθηκε στο παγωμένο τοπίο.

παγωμένος

adjective (figurative (not changing) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mark had a frozen smile on his face.
Ο Μαρκ είχε ένα παγωμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του.

που τον έχουν παγώσει

adjective (figurative (assets) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All of the politician's assets were frozen when he was arrested for human rights abuses.
Όλα τα περιουσιακά στοιχεία του πολιτικού πάγωσαν όταν συνελήφθη για κατάχρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

που έχει παγώσει από

adjective (not moving) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The child was frozen with terror in the dark.

παγωμένος από κτ

expression (not moving due to fear, shock) (μεταφορικά)

The boy's face was frozen in fear.

παγώνω

transitive verb (turn [sth] solid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The scientist froze methane for an experiment.
Ο επιστήμονας πάγωσε μεθάνιο για ένα πείραμα.

παγώνω

intransitive verb (turn to ice)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water froze in the ice cube tray.
Το νερό πάγωσε στη θήκη για τα παγάκια.

ξεπαγιάζω

intransitive verb (feel very cold)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Why is the air conditioning so strong? I'm freezing!
Γιατί είναι τόσο δυνατός ο κλιματισμός; Ξεπάγιασα!

ξεπαγιάζω

intransitive verb (figurative (person: get very cold)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate's friend was taking ages to open the door. "Hurry up," Kate shouted. "Let me in before I freeze!"
Η φίλη της Κέιτ αργούσε να ανοίξει την πόρτα. «Γρήγορα», φώναξε η Κέιτ. «Άνοιξέ μου πριν παγώσω!»

καταψύχω

transitive verb (preserve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan froze the extra vegetables from her garden.

Ακίνητος!

interjection (figurative (halt, stop)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The policeman pulled out his gun and shouted, "Freeze!"

πάγωμα

noun (figurative (spending, hiring) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company laid off a hundred workers and put a hiring freeze in place.

παγώνω, κολλάω

intransitive verb (computer) (μεταφορικά: Η/Υ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tom's computer froze while he was trying to finish his homework.

πήζω

intransitive verb (turn solid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The carbon dioxide froze into dry ice.

παγώνω

transitive verb (figurative (prevent change) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government froze interest rates to prevent a market collapse.

το δάγκωσα από το κρύο

adjective (figurative (feeling very cold) (καθομιλουμένη)

I've been out here in the snow for three hours and I'm chilled to the marrow.

παγωμένη κρέμα

noun (dessert similar to ice cream)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παγωτό

noun (ice cream, sorbet, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατεψυγμένα τρόφιμα

noun (usually plural (food product stored in a freezer)

Frozen foods don't last forever; they should be used within a certain period of time.

διάδρομος με τα κατεψυγμένα

noun (freezer aisle in supermarket)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If you can't find fresh turnips in the produce section, try the frozen food section.

παγωμένος ώμος

noun (joint stiffness at top of arm) (ιατρική)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εντελώς παγωμένος

adjective (completely frozen)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The lake was frozen solid, so it was safe to go skating.

που έχει παγώσει, που έχει ξεπαγιάσει

adjective (figurative, informal (feeling very cold) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't know about you but I'm frozen stiff!

που έχει παγώσει

adjective (rigid because frozen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The moose is frozen stiff: it must have been dead for days.

παγωμένο γιαούρτι

noun (dessert)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του frozen στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του frozen

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.